18 Νοε 2019

"Το φωτεινό πορτοπαράθυρο" από τον Έρικ Σμυρναίο


Ανάμεσα στα μεσάνυχτα και το πρωί ο κόσμος  αλλάζει. Τα φανάρια του δρόμου λάμπουν σε άδειους δρόμους και τ' ακίνητα αυτοκίνητα μοιάζουν με απολιθώματα τεράστιων σκαθαριών. Τα κλαδιά των δέντρων απλώνουν αρπακτικές σκιές στα πεζοδρόμια. Φευγαλέες σιλουέτες μικρών  αιλουροειδών περιπολούν σε τσιμεντένιες μάντρες. Μια παχύρρευστη μάζα σιωπής απλώνεται παντού. Τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών είναι σκοτεινά. Τα σπίτια μοιάζουν με καβούκια που κλείνουν ερμητικά και περιμένουν το πρώτο άγγιγμα της χαραυγής. Όλα εκτός από ένα. Το παλιό σπίτι που στέκεται απέναντι από το διαμέρισμά μου. Η κεραμωτή του οροφή βρίσκεται έναν όροφο πιο ψηλά απ' το μπαλκόνι μου  και η καπνοδόχος του υψώνεται σαν ινδιάνικο τοτέμ κάτω από έναν ουρανό που τα φώτα της πόλης βάφουν κίτρινο. Εκεί πέρα λοιπόν, κάτι συμβαίνει. Ένα πορτοπαράθυρο έχει γεμίσει με φως. Μοιάζει με το λαμπερό σινιάλο κάποιου θαλασσοδαρμένου φάρου.
Ήμουν οκτώ ετών. Στην ηλικία που ο κόσμος είναι ακόμα θαυμαστός, γεμάτος μυστήριο, ομορφιά και τρόμους υπερφυσικούς. Ρευστός, προτού τον παγώσει η πνοή της λογικής και της ρουτίνας. Με είχαν ξυπνήσει μακρινές συγχορδίες. Οι νότες μιας μουσικής παράξενης που έφερνε μαζί της το άρωμα περασμένων εποχών. Η μουσική ερχόταν από εκεί. Δραπέτευε από το φωτεινό πορτοπαράθυρο.
Μέριασα τα σεντόνια μου, γλίστρησα έξω απ' το κρεβάτι, άνοιξα σιγά-σιγά τη μπαλκονόπορτα και βγήκα στο μπαλκόνι. Η νύχτα ήταν ζεστή. Η θέρμη του ήλιου διαχεόταν ακόμα απ' τους ζεστούς τοίχους, τις επίπεδες οροφές και τους ασφάλτινους δρόμους της τσιμεντένιας πόλης. Στάθηκα ακίνητος με τα χέρια στηριγμένα στην κουπαστή του μπαλκονιού. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο φωτεινό πορτοπαράθυρο. Βρισκόταν στο ύψος του μπαλκονιού, ακριβώς απέναντί μου.  Το πλάτος του στενού δρόμου ανάμεσά μας ήταν το μόνο πράγμα που μας χώριζε.  Μια λευκή κουρτίνα έκρυβε το δωμάτιο που άνοιγε πίσω του. Επάνω της απλώνονταν κινούμενες σκιές, οι σιλουέτες ανδρών και γυναικών που κινούνταν ακατάπαυστα με ήρεμες και κομψές κινήσεις ή  που στέκονταν ο ένας μπροστά από τον άλλο κρατώντας στα χέρια τους λεπτά ποτήρια και βεντάλιες. Άρχισα να τους παρατηρώ μαγεμένος από την εκλεπτυσμένη ομορφιά που τους περίβαλλε:  Οι γυναίκες θα πρέπει να φορούσαν μακριά φορέματα και οι άνδρες κοστούμια που τους έντυναν με θεληματικές γραμμές. Τώρα, καθώς το βλέμμα μου παρέμενε καρφωμένο σ' εκείνο το θέατρο των σκιών, απαλές ομιλίες άγγιξαν τ' αυτιά μου, βελούδινες φωνές και κρυστάλλινα γέλια που έμοιαζαν να πηγάζουν από κάπου πολύ μακριά και να αιωρούνται γύρω μου σαν τα διάφανα φτερά χρυσαφένιων πεταλούδων. Μετά, μύρισα ξεθωριασμένες ευωδιές από κολόνιες και γυναικεία αρώματα. Πήγαζαν και αυτές απ' το τοξωτό πορτοπαράθυρο με την δαντελωτή κουρτίνα.
Με κυρίευσε μια πανίσχυρη λαχτάρα. Να μάθω τι συνέβαινε εκεί μέσα. Να κρυφοκοιτάξω εκείνο το κρυμμένο πανόραμα όπου κάποιοι ζούσαν ευτυχισμένοι, βουτηγμένοι στην όμορφη μουσική και στα λεπτά  αρώματα. Σ' έναν κόσμο όπου κανείς δεν έβριζε τον άλλο, όπου μπορούσες να περπατήσεις σε ηλιόλουστους δρόμους και πλατείες ασφαλής όπου η τηλεόραση δεν σε δηλητηρίαζε με εικόνες βίας και απρόσωπες απειλές. Ανάσανα βαθιά και τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν στην κουπαστή του μπαλκονιού. Εστίασα το βλέμμα μου στη φωτεινή κουρτίνα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Εκείνη, λες και ανταποκρινόταν στην σιωπηλή παράκλησή μου, άρχισε να μεριάζει.
Αντίκρισα μια περίλαμπρη σάλα. Ένα χώρο με κρυστάλλινους πολυελαίους, πορφυρά παραπετάσματα και χρυσοποίκιλτα ταβάνια όπου διασκέδαζε ένα πλήθος ανθρώπων. Τα ρούχα που φορούσαν ήταν υπέροχα, φτιαγμένα από αστραφτερά υφάσματα. Εκθαμβωτικά κοσμήματα στόλιζαν τους λαιμούς και τους γυμνούς ώμους καλλίγραμμων και πανέμορφων γυναικών. Τα μεταξένια μαλλιά τους ήταν χτενισμένα σε περίπλοκες κομμώσεις και  τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν ευζωία. Οι άνδρες ήταν ευθυτενείς, λεπτοί και γεμάτοι αυτοπεποίθηση. Τα μάτια τους ήταν ζωηρά και κοφτερά. Τα δόντια τους έμοιαζαν με σειρές γυαλιστερών μαργαριταριών απ' όπου ξεπηδούσαν απαλές και καλλιεργημένες ομιλίες.
Μόλις η κουρτίνα τραβήχτηκε ολότελα, έμειναν ακίνητοι και σιωπηλοί. Μετά, στράφηκαν προς το μέρος μου, σαν να εκτελούσαν τη φιγούρα κάποιου παράξενου χορού. Μου χαμογέλασαν, ταυτόχρονα, όλοι μαζί. Τα χαμόγελά τους ήταν άψογα και ακτινοβολούσαν ζεστασιά και καλοσύνη. Με καλούσαν. Κυριεύτηκα από μια βασανιστική επιθυμία να δραπετεύσω από το δωμάτιό μου, να βγω αθόρυβα απ' το στενάχωρο διαμέρισμα, να κατέβω το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας και να διασχίσω το δρόμο που με χώριζε απ' αυτούς, να ζήσω μαζί τους για πάντα. Αλλά τότε πρόσεξα κάτι. Μια μικρή λεπτομέρεια που τους είχε ξεφύγει, που είχαν παραβλέψει αυτοί οι πανέξυπνοι ενορχηστρωτές εκείνης της υπέροχης εικόνας:
Δίπλα στο τοξωτό πορτοπαράθυρο υπήρχε ένα στρογγυλό τραπεζάκι από αστραφτερό μαόνι. Και πάνω του στεκόταν ένα κρυστάλλινο βάζο. Και μέσα στο βάζο φώλιαζε μια αγκαλιά από ολάνθιστα λουλούδια. Αλλά εκείνα που έβλεπαν προς τον τοίχο ήταν νεκρά, γκρίζα και ξεραμένα, καλυμμένα με μια κρούστα από ιστούς αράχνης και αφυδατωμένες μύγες.  
Ξαναμπήκα τρέχοντας στο δωμάτιο μου, έκλεισα τη γυάλινη πόρτα του, τράβηξα  τις κουρτίνες και χώθηκα μέσα στο κρεβάτι μου τρέμοντας σύγκορμος. Μια βαθιά σιωπή με τύλιξε καθώς το ξόρκι της μαγείας του παλιού σπιτιού έσπαγε. Βλέπετε, τώρα ήξερα. Είχα καταλάβει τι ήταν αυτή η όμορφη σάλα με τους υπέροχους ανθρώπους και τη γλυκιά μουσική.
Ήταν μια παγίδα.
Έρικ Σμυρναίος

16.11.2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου