9 Οκτ 2019

Σκυτάλη του Τρόμου - Παναγιώτης Ζερβός

Παναγιώτης Ζερβός


Παναγιώτη, σε καλωσορίζουμε με χαρά στη "σκυτάλη του τρόμου" όπου βρίσκεσαι μετά από πρόσκληση - πρόκληση της Ευθυμίας Δεσποτάκη, και θέλουμε να μας πεις ποιο ήταν το βιβλίο που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη σου και για ποιο λόγο έκανε τη διαφορά από τα υπόλοιπα που έχεις διαβάσει. Υπάρχει κάποιο σημείο στην πλοκή του, που πιστεύεις πως δε θα ξεχάσεις ποτέ;


Οπωσδήποτε είναι πολλά τα βιβλία που με στιγμάτισαν σε όλα τα είδη λογοτεχνίας. Εφόσον όμως πρέπει, για τις ανάγκες της στήλης, να ξεχωρίσω ένα, αυτό είναι «Οι Δαίμονες [sic] του Χιλ Χάους» της Σίρλεϋ Τζάκσον.
            Ήρθε στα χέρια μου όταν το βιβλιοπωλείο, όπου δούλευα, το είχε βγάλει σε προσφορά στα 3 ευρώ, αν θυμάμαι καλά. Ήταν μονάχο του στα ράφια με τη λογοτεχνία τρόμου και για χρόνια έμενε στα αζήτητα. Οι υποψήφιοι αγοραστές/αναγνώστες το προσπερνούσαν κι είναι ζήτημα αν έστω ένας το πήρε στα χέρια του για να το ξεφυλλίσει. Μού φάνηκε σαν αποπαίδι και η εξευτελιστική του τιμή, όταν πια είχαν περάσει χρόνια και κανείς δεν το αγόραζε, μού ενίσχυσε αυτή την εντύπωση. Το λυπήθηκα. Ένιωσα να ταυτίζομαι μαζί του, παρότι δεν στερήθηκα (κι ούτε και τώρα στερούμαι) την αγάπη. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να το αγόρασα – για ν’ ανταποδώσω σ’ ένα αποπαίδι την αγάπη που έχω εισπράξει.
            Από την πρώτη κιόλας εισαγωγική παράγραφο το μυθιστόρημα με άρπαξε μ’ έναν σιγαλό, ήρεμο τρόπο και κατάλαβα ότι θα δικαίωνε με το παραπάνω την απόφασή μου να το τεκνοθετήσω. Η υπόθεση απλή: σε μία φημολογούμενη ως στοιχειωμένης έπαυλη πηγαίνει μία ομάδα ερευνητών-παρατηρητών υπό την επίβλεψη ενός ανθρωπολόγου, ο οποίος θέλει να αποδείξει την ύπαρξη του απόκοσμου. Οι συμμετέχοντες καλούνται να καταγράψουν τα παράξενα φαινόμενα που βιώνουν σ’ αυτήν την έπαυλη. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –δηλαδή, λίγα άτομα εγκλωβισμένα μέσα σ’ ένα στρεσογόνο περιβάλλον– η Σίρλεϋ Τζάκσον πραγματεύεται πολλά θέματα που βασανίζουν τον άνθρωπο-πολίτη του δυτικού κόσμου.
            Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να αναλύσω το βιβλίο όπως θα ήθελα, οπότε θα περιοριστώ στα εξής: το μυθιστόρημα αυτό δεν έχει ουσιαστική πλοκή, παρά μόνον κάποια συγκλονιστικά περιστατικά, κάποιες μικρές κορυφώσεις, που μένουν στη μνήμη αφότου ολοκληρώσεις την ανάγνωση. Υπάρχουν σκηνές γνήσιου πνευματικού φόβου και σκηνές απόγνωσης. Δεν είναι ένα κραυγαλέο μυθιστόρημα, απ’ αυτά που βασίζονται στον εντυπωσιασμό. Το αντίθετο μάλιστα: οι ψίθυροί του (χαρακτηριστικό του Λάβκραφτ στα «μεγάλα κείμενά» του) απλώνουν τα απαίσια πλοκάμια τους στο υποσυνείδητο. Αυτό το καταφέρνει η συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα διαβολικό τέχνασμα: τη σάτιρα και την υπονόμευση. Κατά μία έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγγραφέας έγραψε μία παρωδία των γοτθικών ιστοριών τρόμου.
            Το βιβλίο μού άσκησε μία πολύ βαθιά εντύπωση στην πρώτη ανάγνωση – τόσο βαθιά ώστε, μετά από χρόνια, το ξαναδιάβασα με άλλη οπτική, αυτή του συγγραφέα. Ήθελα να δω πώς το έκανε. Έψαχνα να βρω τους «αρμούς» του, όπως λέμε στην πεζογραφική τεχνική, που θα μού επέτρεπαν να μιμηθώ, αν ήθελα, το εγχείρημά της. Αυτούς τους αρμούς δεν τους βρήκα.
            Κατάλαβα όμως ότι υπήρχε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πάνω στο οποίο βασίστηκε. Πρώτιστα ήταν η κεντρική ιδέα, τι ήθελε να πει. Έπειτα ήταν οι σφαιρικοί, ολοζώντανοι χαρακτήρες, με κυρίαρχο εκείνον τής Έλινορ (τι υπέροχος χαρακτήρας, Θεέ μου!). Και στο βάθος διαφεντεύει η στοιχειωμένη έπαυλη, εάν όντως είναι στοιχειωμένη. Αν το δούμε από την οπτική του κοσμικού τρόμου, η έπαυλη είναι το Σύμπαν (ψυχρό και αδιάφορο για τους ενοίκους του, όπως ήθελε να μας το παρουσιάσει ο Λάβκραφτ) κι από κάτω οι άνθρωποι με τις ιδιοτέλειες, τις εμμονές και τα τραύματά τους.
            Πουθενά σ’ ολόκληρο το βιβλίο δεν υπάρχει έστω μία αναμφισβήτητη εκδήλωση του υπερφυσικού. Χρησιμοποιώντας, ωστόσο, το χιούμορ και τις γεμάτη ζωντάνια και πειστική αληθοφάνεια περιγραφές και διαλόγους, η απειλητική ατμόσφαιρα είναι διαρκώς παρούσα. Η δε σοφή επιλογή των λέξεων, αποφεύγοντας πλατειασμούς, δίνει στο μυθιστόρημα την ιδανική αναλογία όγκου. Δηλαδή, το βιβλίο δεν είναι κουραστικά μεγάλο ή ερμητικά μικρό. Για να συνοψίσω, η Τζάκσον μού παρέδωσε ένα ανεκτίμητο μάθημα τού πώς γράφεται ένα λογοτεχνικό κείμενο ανεξαρτήτως είδους. Δεν κρύβω, άλλωστε, ότι σε κάποιο βαθμό χρησιμοποίησα τα διδάγματά της στο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, αν και το δικό μου αποτέλεσμα είναι πιθανώς ισχνό και βεβαιότατα υποδεέστερο. Για τον αναγνώστη που αποζητά ύψιστη ποιότητα σ’ ένα λογοτεχνικό είδος που θεωρείται ευτελές (έστω: καθαρά εμπορικό), οι «Δαίμονες του Χιλ Χάους» είναι η ιδανική πρόταση.
            Ας μην παραλείψω, τέλος, την έξοχη μετάφραση της ελληνικής έκδοσης (Χαρά Τσαλικίδου, εκδόσεις Επιλογή, Θεσσαλονίκη 1993), που κατάφερε να αποδώσει στη γλώσσα μας τις αποχρώσεις λόγου τού πρωτότυπου κειμένου.



Επίσης... ποιος/α θα είναι ο/η επόμενος/η συγγραφέας που θα πάρει από το χέρι σου την... "σκυτάλη του τρόμου;"
 
Δίνω τη σκυτάλη στην εξαιρετική συγγραφέα Αγγελική Μαρίνου, η οποία, παρότι δεν έχει ειδικευτεί στο είδος, έχει δώσει μερικά αξιομνημόνευτα δείγματα γραφής στον τρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου