19 Οκτ 2019

"Οι 3 σωματοφύλακες και η ατρόμητη πυγολαμπίδα" από τη Δώρα Λαϊνά

Συμμετοχή στον 7ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής


Θ: Πήγαινε μπροστά να χαιρετήσεις τον πατέρα σου.
Μ: Δε θέλω.
Θ: Πήγαινε να τον φιλήσεις, είπα.
Μ: Δε θέλω σου λέω, άσε με.
Θ: Πήγαινε είπα. Τι θα πει ο κόσμος;
Μ: Ο κόσμος; Ποιός κόσμος; Ας πει ότι θέλει ο κόσμος. Αυτό σε νοιάζει ή το πώς αισθάνομαι εγώ;
Θ: Δεν είναι σωστό παιδί μου, θα σε συζητάνε.
Μ: Δε με νοιάζει ο κόσμος σου λέω! Ας πουν ότι θέλουν. Τόσα ξέρουν, τόσα λένε. Δε με ενδιαφέρει ο κόσμος, κατάλαβέ το επιτέλους! Ο δικός μου πόνος να σε νοιάζει, όχι τα λόγια τους. Ο κόσμος πάντα θα λέει, πάντα θα βρίσκει κάτι για να πει. Δε το έμαθες ακόμη στα τόσα χρόνια της ζωής σου;
Γελάει με τον πόνο σου, και λυπάται με τη χαρά σου. Για ποιόν κόσμο μου μιλάς; Ο κόσμος θα σε ταϊσει; Αυτοί θα σε πάρουν αγκαλιά, θα τρέξουν για εσένα, όταν θα πονάς; Αυτοί θα σου χαϊδέψουν τα μαλλιά όταν θα είσαι στενοχωρημένος και θα σου πουν ¨δεν πειράζει παιδί μου, εσύ θα τα καταφέρεις την επόμενη φορά». Αυτοί, που όταν γυρνάς την πλάτη σου, σου ρίχνουν δέκα φάσκελα να έχεις για τον δρόμο; Αυτοί, που όλο ζητάνε και ζητάνε και ζητάνε, κι αν εσύ απλώσεις το χέρι για βοήθεια, σου ρίχνουν μια κλωτσιά να πας ακόμη παρακάτω; Για ποιό κόσμο μου μιλάς λοιπόν;
Θ: Άσε τις φιλοσοφίες σου, και πήγαινε μπροστά ν’ αποχαιρετήσεις τον πατέρα σου.
Μ: Παράτα με σου είπα! Δε θέλω, φοβάμαι, λυπάμαι, εγώ φταίω. Ίσως, αν τον πρόσεχα λίγο περισσότερο, να ήταν ακόμη εδώ.
Θ: Δε φταις εσύ που έφυγε, επιλογή του ήταν, δε πρόσεχε.
Μ: Όχι, δεν ήταν επιλογή του, κάνεις λάθος. Δεν είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους και επέλεξε τον δρόμο της φυγής. Δεν άντεχε άλλο, το ξέρεις καλά. Έτσι του έμελλε να φύγει.
Θ: Έλα, πάμε στα παιδιά, κι άστα τώρα αυτά, δεν είναι για το δικό σου μυαλουδάκι. Πάμε, να τελειώσει αυτή η μέρα, και από αύριο όλα θα μοιάζουν καλύτερα.

Εις αύριον, το ταξί σταμάτησε κάπου στην Κόρινθο. Ο ένας κρατούσε τον άλλον από το χέρι, δίχως να γνωρίζουν προς τα πού να πάνε. Έπρεπε να γυρίσουν στην Αθήνα, η δουλειά περίμενε, το σχολείο, οι υποχρεώσεις. Υποχρεώσεις, τους ήταν ήδη γνωστή η λέξη.
Ο ένας κρατούσε τον άλλον από το χέρι, σφιχτά.

Α: Πάμε;
Π: Πού; Σε ποιόν; Σα και μας περιμένει κανείς πίσω;
Μ: Και τώρα; Τί θα γίνει τώρα; Ποιός θα προσέχει ποιόν; Ποιός θα κρατάει ποιόν;
Α: Μαζί, όλοι μαζί.
Π: Ένας για όλους, και όλοι για έναν.
Μ: Οι τρεις σωματοφύλακες σε νέα έκδοση.

Ακούστηκαν γέλια, γέλια πνιγμένα σε δάκρυα, γέλια πνιγμένα μέσα στην αγωνία, στην άγνοια για ότι θα ξημέρωνε η κάθε μέρα από εδώ και πέρα.

Κι έτσι, δέκα χρόνια μετά, ο καθένας στον δρόμο που επέλεξε, αναρωτιόταν κάθε λεπτό πότε οι δρόμοι τους θα συγκλίνουν, να φτιάξουν μια λεωφόρο με πολύχρωμα φωτάκια και μουσικές. Τα χρόνια περνούσαν, κι ο καθένας σήκωνε το δικό του δισάκι, κάθε τόσο κι ένα βήμα μπροστά. Κάποτε, τα δρομάκια τους συναντιόντουσαν, γινόντουσαν οι τρεις σωματοφύλακες με τα μαύρα και έπειτα ξαναχώριζαν. Η καθημερινότητα, άλλες πόλεις, πώς να ζήσεις όλα όσα ονειρεύεσαι; Πώς να μοιραστείς κάθε σου σκέψη, κάθε σου αγωνία και στιγμή; Έφτανε ένα σύντομο τηλεφώνημα, να περιμένεις για ώρα στην ουρά για το καρτοτηλέφωνο, να προλάβεις να πεις ένα «Γεια, εγώ είμαι. Είμαι καλά, μην ανησυχείς. Σ’ αγαπώ, να προσέχεις».

Κάποτε οι δρόμοι τους ενώθηκαν, και οι τρεις σωματοφύλακες έδωσαν όρκο να μη ζήσουν ποτέ ξανά μακριά ο ένας από τον άλλον. Οι μέρες τους κυλούσαν μέσα στη καθημερινότητα, δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά, υποχρεώσεις, άγχος για την κάθε μέρα, την κάθε στιγμή. Προβλήματα καθημερινά που φόρτωναν βαριά τα δισάκια τους, και όσο κι αν έδιωχναν ένα βάρος, δυο νέα ερχόντουσαν να προστεθούν. Μέσα στο χάος όμως της καθημερινότητας, έβρισκαν πάντα τρόπο, είτε μαζί είτε ο καθένας ξεχωριστά, να δημιουργήσουν έναν πιο όμορφο κόσμο.
Οι τρεις σωματοφύλακες λοιπόν, του εαυτού τους αλλά και του κόσμου, μέσα στον οποίο ονειρευόντουσαν να ζήσουν. Ο ένας έμοιαζε με χείμαρρο, ασταμάτητος, δυνατός, κυλούσε με ορμή και προσπερνούσε τα πάντα στο πέρασμά του, κάθε εμπόδιο, κάθε δύσκολη στιγμή. Πάλευε να φτάσει στην ακτή, ν’ αγγίξει λίγο τη στεριά να ξαποστάσει.
Ο δεύτερος, αγνός και καθαρός, με μια λονταρίσια δύναμη, σαν άλλος αρχηγός αγέλης, συνήθιζε να βγάζει κραυγές σε όποιον τολμούσε έστω να πλησιάσει τους άλλους δύο, τα παιδιά του όπως τους αποκαλούσε. Ο τρίτος, ο μικρότερος της παρέας, συνήθιζε να παίζει με το τόξο του. Κάθε τόσο, έβαζε στόχους, και όταν ένιωθε δυνατός, σημάδευε με τα βέλη του, κι αν καμιά φορά ήταν τυχερός, τους πετύχαινε.
Μαζί και χώρια μοίραζαν μηνύματα, πολεμούσαν την αδικία και την απανθρωπιά κάθε που τις συνατούσαν, και εγκωμίαζαν το φιλότιμο και τη δικαιοσύνη. Ο δρόμος τους φάνταζε μακρύς, ειδικά σε μια κοινωνία απαρχαιωμένη, και εγκλωβισμένη στα επιφανειακά ζητούμενα της εποχής. Το γνώριζαν ότι όλα ήταν δύσκολα, κι ακόμη εκείνη η λεωφόρος, που είχαν φανταστεί με τα πολύχρωμα φωτάκια, έμοιαζε μακρινό όνειρο, αδύνατο να υλοποιηθεί.
Κάποια στιγμή, στο παρεάκι της σωτηρίας, ήρθε να εγκατασταθεί μια περίεργη αλλοπρόσαλη μορφή, που όλα αυτά τα χρόνια, κάθε τόσο έκανε την εμφάνιση του σαν γκεστ σταρ (όπως του ταίριαζε άλλωστε), και έπειτα εξαφανιζόταν. Έμοιαζε με ατρόμητη πυγολαμπίδα. Πετούσε, αριστερά και δεξιά, και γέμιζε με χρώματα κάθε τι που άγγιζε, χωρίς ποτέ να ζητήσει να του γιατρέψουν, τα δικά του, κουρασμένα φτερά.
Με τα χρόνια η παρέα τους δυνάμωνε όλο και  περισσότερο, ώσπου έφτασαν να γίνουν αχώριστοι. Ίδιες ιδέες, ίδια θέλω, ίδιες καταστάσεις, ίδια ψυχή. Αυτή η ατρόμητη πυγολαμπίδα, έγινε η σωτηρία όλων. Καθησύχαζε την ορμή του χειμάρρου, γαλήνευε τις κραυγές του λιονταριού, και συχνά έβαζε στα φτερά της τον τοξοβόλο που στέρευε από στόχους. Του μάθαινε ποιους στόχους να κυνηγά, πώς να κρατά το βέλος του, και να σημαδεύει σωστά.

Φ: Μα, ατρόμητη πυγολαμπίδα;
Μ:Έλα! Αφού σου ταιριάζει. Είσαι αέναος, φτερωτός, δε στέκεσαι λεπτό, και επιπλέον γεμίζεις όλο τον χώρο με τα αστεία και τα γέλια σου. Δε θα μπορούσες να είσαι τίποτα λιγότερο από μια ατρόμητη πυγολαμπίδα που γεμίζει με φως τα σκοτάδια μας. Εξάλλου, κατά βάθος, πάντα ήθελες να είσαι πυγολαμπίδα, μη το κρύβεις.
Π: Ναι ρε, δε θυμάσαι τότε στην Κρήτη; Όταν χόρευες και μας έδειχνες πώς πετάει μια σωστή πυγολαμπίδα;
Α:Α! Τέτοια κάνατε; Εμένα ποτέ δε με πήρατε μαζί σας. Πότε θα πάμε όλοι μαζί να γελάσουμε; Θέλω κι εγώ να γίνω πυγολαμπίδα!
Φ: Έχεις δει λιοντάρι να μετατρέπεται σε πυγολαμπίδα; Θα τρομάξει ο κόσμος. Άσε που στην ηλικία σου πια, το πολύ πολύ να γρατσουνίσεις κανέναν, γατούλα.
Α:Δεν έχεις δει τα χορευτικά μου, γι’ αυτό τα λες. Να, δες! Έχω και το κατάλληλο τραγούδι.

Το αγρίμι της παρέας σηκώθηκε πάνω, έβαλε ένα τραγούδι, και άρχισε να χορεύει.

Φ: Δε το κάνεις σωστά. Κοίτα να μαθαίνεις.

Τα σκετσάκια, ανάλογα με τον στίχο του τραγουδιού, έδιναν κι έπαιρναν. Όλοι γελούσαν, και η ατρόμητη πυγολαμπίδα για άλλη μια φορά είχε κάνει το χρωματιστό της θαύμα. Ο ένας μετά τον άλλον σηκωνόταν, και έκανε το δικό του σκετσάκι.
Τα γέλια τους διέσχισαν τον ουρανό, άγγιξαν τ’ αστέρια, και ξεσήκωσαν σε ξέφρενο χορό ακόμη και τους τρεις αγγέλους που παρακολουθούσαν σιωπηλά μέχρι εκείνη την ώρα το παρεάκι της χαράς.
Ξαφνικά, τ’ αστέρια δημιούργησαν μια πολύχρωμη φωτεινή λεωφόρο, έτσι ακριβώς όπως το παρεάκι μας την είχε φανταστεί. Οι τρεις σωματοφύλακες και η ατρόμητη πυγολαμπίδα σταμάτησαν απότομα τον χορό, και βάλθηκαν να παρατηρούν τον χορό των αστεριών.

Π: Να, έτσι θα είναι ο δρόμος μας από εδώ και πέρα.
Α: Με πολύχρωμα φώτα και μουσική.
Μ: Με ξαλαφρωμένα δισάκια.
Φ: Όλοι μαζί, ένας για όλους και όλοι για έναν. Γιατί έτσι πρέπει να είναι η ζωή από εδώ και πέρα. Φωτεινή!
Μ: Τελικά, δεν είναι ο θάνατος που ενώνει ζωές, αλλά η ζωή. Η ζωή ζητάει ζωή, η ζωή γεννάει ζωή!
Φ: Άρχισε πάλι τις φιλοσοφίες του! Πάω για μπύρα.
Π: Θέλω κι εγώ.
Α: Φέρε και σ’ εμένα μία.

Ένας ένας με τη σειρά κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό του σπιτιού, κρύφτηκαν κοντά στην πόρτα, και παρατηρούσαν τον μικρό φιλόσοφο της παρέας, που έμοιαζε να αναρωτιέται κοιτάζοντας τον ουρανό. Ποιος ξέρει ποιες σκέψεις γύριζαν στο μικρό του μυαλουδάκι.

Μ: Δε πρόλαβα να τελειώσω και την ιστορία μου. Έι, σας μιλάω! Πάλι, δε με ακούει κανείς; Ποιος πήγε για μπύρες; Θέλω κι εγώωωω! Ελπίζω αυτό, να το άκουσε κάποιος. Έι, με ακούει κανείς; Μα που πήγαν όλοι;

Ακούστηκαν γέλια. Εκείνη η καλοκαιρινή νύχτα, έμελλε να γίνει η αρχή της νέας τους ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου