1 Σεπ 2019

"Ο Πόλεμος του Δικηγόρου" από τον Νικόλαο Μουρατίδη

(Συμμετοχή στον 7ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Όταν τον πήγε στο στρατόπεδο είδε να περιμένουν άλλους τέσσερις άντρες έξω στο δρόμο. Πλήρωσε το ταξί πήρε την βαλίτσα του και κατευθύνθηκε προς το στρατόπεδο, ρώτησε που μπορεί να δώσει τα χαρτιά του για να μπει μέσα. Χρειάστηκαν λίγες ώρες για να καταφέρει να πάει στο θάλαμο του και ήταν ο μοναδικός ψήλος εκεί μέσα και για το ρουχισμό του καθυστέρησαν να το βρουν.
Για τα επόμενα τρία χρονιά είχε κάνει στα γραφεία λόγο της δουλείας που έκανε και λιγότερο σε άλλες υπηρεσίες. Ξυπνούσε από τους πρώτους και όταν έκαναν ασκήσεις και τρέξιμο κάνεις δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει και αυτό σε μερικούς δεν άρεσε σε τέσσερα άτομα για να τον τιμωρήσουν για αυτό πήγαν για να το πλακώσουν στο ξύλο χωρίς να ξέρουν ότι ήξερε πολεμικές τέχνες τους είχε ξαπλώσει μέσα σε ένα λεπτό, αλλά για κακή τους τύχη εκείνη την στιγμή είχε περάσει ένας ανώτερός τους. Τιμωρήθηκαν και οι πέντε με φυλάκιση τρείς μέρες, δεν τον ξαναενόχλησαν σωματικά αλλά μόνο λεχτικά όταν ήταν μόνοι τους. Δεν τους έδιναν σημασία πολύ και αυτό τους έδινε στα νευρά.

Όσο για της άδειες είχε πάρει όλες και όλες λίγες. Εκείνες τις ήμερες ξεκουράζονταν, και έβγαινε με τον Χάρη και με τον Κώστα  και με τις αρραβωνιαστικιές του. Θα παντρεύονταν ο Χάρης μόνο όταν θα τελείωνε ο ίδιος του με το στρατό και θα τους πάντρευε ο ίδιος του, ο Κώστας είχε βρει ήδη κουμπάρο. Ο Χάρης παρέμενε στο σπίτι του φίλου του και κάθε μήνα έπαιρνε τα χρήματα από το πατρικό του πατερά του Εκτώρα. Η Ελένη είχε μάθει ότι ο Εκτώρας ενώ έμαθε πήγε φαντάρος και προσπαθούσε να ενοχλεί τον φίλο του που έμαθε ότι έμενε στο διαμέρισμα  λίγες φόρες βεβαία τα κατάφερνε σε αυτό, είχε σκοπό να διαλύσει την σχέση του και να βάλει να μαλώσουν με τον φίλο του αλλά δεν τα κατάφερνε
Στην τελευταία μετάθεση του Εκτώρα που είχε τον έστειλαν στην Θεσσαλονίκη είχε ακουστεί ότι ήταν δικηγόρος. Εκεί εξάσκησε μία φόρα το επάγγελμα του τον είχε χρειαστεί ένας ανώτερος του. Αν τα κατάφερνε να κερδίσουν θα τον έδινε δύο εβδομάδες αδεία. Έβαλε τα δυνατά του και τα κατάφερε να κερδίσει η υπόθεση ήταν σχετικά εύκολη η δίκη είχε γίνει σε δύο μέρες και αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι θα τους περίμεναν έξω από το δικαστήριο οι δημοσιογράφοι κάνεις δεν τον είχε πει αυτό και ο Εκτώρας μπορεί να είχε δυσκολευτεί λίγο αλλά τα κατάφερε, και με την δίκη και με τους δημοσιογράφους.
Μαθεύτηκε το όνομά του στην υπόθεση αυτή μερικοί είχαν απορήσει οι δημοσιογράφοι πως ένας σχετικά απείρως δικηγόρος είχε κερδίσει αυτήν την υπόθεση σκάλισαν λίγο το παρελθόν του ανακάλυψαν ότι μια δική την κέρδισε και το παιδί που ζούσε πλέον με το πατερά του ήταν ευτυχισμένο και η μητέρα του την είχαν συλλάβει για κλοπή αλλά και για τα ναρκωτικά δύο μήνες μετά. Όταν τον είχαν δώσει την άδεια αυτήν την φόρα ήθελε να κάτσει τις μέρες που τον είχαν δώσει την αδεία στην Θεσσαλονίκη, πέρασε 7 υπεροχές ημέρες και το χάρηκε με την καρδία του αυτό που δεν περίμενε να δει ήταν ότι οι γυναίκες εκεί ήταν ποιο ωραίες από την Αθήνα. Όταν είχε τελειώσει επιτέλους με το στρατό μετά από έξι μήνες ανακουφιστικέ επιτέλους και ήθελε να πάει πίσω στην παλιά του ζωή και το επάγγελμα του για τι του είχε λείψει τρομερά, το είχε καταλάβει όταν ξανά μπήκε στο δικαστήριο. Αλλά έκανε υπομονή μέχρι να τελειώσει και ευτυχώς ήταν ένα οχτάμηνο ακόμη.
Όταν τέλειωσε με το στρατό τον Αύγουστο του 1968 είχε χαρεί και επιτέλους θα προχωρούσε την ζωή του παρακάτω. Όμως έπρεπε να προσέχει για τι είχε γίνει στην Ελλάδα στρατιωτική δικτατορία και ήξερε ότι ήταν αυστηρά τα πράγματα, φυσικά δεν ειδοποίησε κανέναν ότι πηρέ απολυτήριο από στρατό ήθελε να τους κάνει έκπληξη. Το πρώτο που ήθελε ήταν ο φίλος του που ήξερε ότι τέτοια ώρα ήταν στο πατρικό του και το έβαφαν για το γάμο του. Στον αρραβώνα του ήταν εδώ που τους άλλαξε τις βέρες, και ο γάμος θα γίνονταν τον Οκτώβριο του ΄68, και για καλή του τύχη βρήκαν και διαμέρισμα για να μείνουν. Το πατρικό της μητέρας του αυτοί που έμεναν αποφάσισαν να φύγουν  και ο Εκτώρας του προτείνει να μείνει εκεί, όσο και για το νοίκι για τα επόμενα τρία χρόνια δεν θα έδινε τίποτα ο λόγος ήταν επειδή φρόντισε το σπίτι του, αλλά για τους υπολοίπους θα έλεγε ότι το νοίκιαζε.
Τον περίμενε δύο ώρες μέχρι για να έρθει στο μεταξύ είχε κάνει να φάει κάτι πρόχειρο και πλύθηκε σαν κανονικός άνθρωπος χωρίς να αγχώνετε και να βιάζετε μέχρι να τελειώσει το ζεστό. Όταν τελείωσε με όλα αυτά έκατσε να τον περιμένει. Λίγη ώρα μετά άκουσε βήματα και ομιλίες στο διάδρομο έξω από την πόρτα του κατάλαβε ότι ήταν αυτός με την μητέρα του και μάλωναν για κάποιο λόγο και του ήρθε μια ιδέα της τελευταίας στιγμής να κρυφτεί πίσω από το διθέσιο που τον έκρυβε καλά και να βγει απότομα και να τους τρομάξει από την βιασύνη του είχε αφήσει το τασάκι με το τσιγάρο εκεί. Όταν μπήκαν μέσα συνέχισαν να μαλώνουν αλλά σταμάτησαν γιατί είχαν μυρίσει τον καπνό από το τσιγάρο.
«Πάλι κάπνισες και άφησες το τασάκι στο τραπέζι Χάρη. Απορώ πως το ξένο σπίτι πως δεν το έβαλες τόσο καιρό φωτιά το σπίτι απορώ μαζί σου.» κατηγόρησε τον γιο της. Όταν κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει το τασάκι στο τραπέζι μούντζωσε τον εαυτό του με την αφηρημάδα του.
«Ξέχασες ότι εχτές όλη την ήμερα ήμουν μαζί σου και κοιμήθηκα εκεί. Και αν το ξέχασα πως το λες τόση ώρα θα μύρισε ακόμη, και το σπίτι του Εκτώρα το προσέχω σαν τα μάτια μου μάμα. Μην ανησυχείς.»
«Έχεις δίκαιο. Τότες ποιος μπήκε μέσα αν ες δεν το έκανες.» απόρησε η μάνα του. Δεν άντεξέ άλλο ο Εκτώρας κρυμμένος και βγήκε απότομα από την κρυψώνα του.
«Σας έλειψα έκπληξη.» αναφώνησε. Μάνα και γιος τρόμαξαν από την απότομη φωνή και από τον Εκτώρα που πετάχτηκε πίσω από το διθέσιο. « Τι δεν με περιμένατε να έρθω.» και γέλασε με τις απορημένες του φάτσες.
«Τι κάνεις εδώ Εκτώρα δεν έπρεπε να είσαι στο στρατό.» ρώτησε με γνήσια απορία, μάνα του Χάρη.
«Απολύθηκα και ήρθα στο σπίτι μου κυρία Δέσποινα. Τόσο απλό, τι θέλετε να ξαναμπώ μέσα » εξακολουθούσε να γελάει με τις αντιδράσεις τους     
  Όταν συνήρθαν από το σοκ ο Χάρης πήγε πρώτος κοντά του χαρούμενος  και τον αγκάλισε το φιλαράκι του που είχε τελειώσει με το στρατό, μπορεί να είχε και άλλους φίλους ο Χάρης αλλά με αυτούς τα τελευταία χρόνια χάθηκαν είχε μόνο δυο φίλους που την φιλιά τους την κρατούσαν γερά. Έφταιγε το γεγονός ότι έφυγαν προς το εξωτερικό για καλύτερη τύχη. Η κυρία Δέσποινα έμεινε για λίγο μαζί τους και έφυγε χαρούμενη από κοντά του για να μείνουν οι δυο φίλοι μόνοι του είχε σκεφτεί ότι πολλά έχουν να πουν οι δυο τους, και θα τους έτρεχε σε δύο μέρες. Θα τον άφηνε τον Εκτώρα να ξεκουραστεί.
Έτσι και έγινε πέρασαν οι δυο μέρες ξεκουράσεις και δεν τους άφησε μετά σε ησυχία το βράδυ έπεφταν ξεροί στον ύπνο αυτό συνέχισε για ένα μήνα μέχρι ο Εκτώρας την είπε ότι πρέπει να δει τι θα κάνει με την δουλειά του επιτέλους, και δεν χρειάζεται να τους τρέχει παντού. Έτσι το περισσότερο τρέξιμο σταμάτησε, Μέχρι να γίνει ο γάμο ο Εκτώρας είχε αφήσει να μένει ο φίλος του και ο ίδιος του ξαναβρήκε την παλιά του θέση πίσω στον Μιχάλη και ο Χάρης πήγε στο σχολείο που δούλευε και πάλι, αλλά μέχρι το γάμο του έτρεχαν. Σαν κουμπάρος που ήταν είχε το δικαίωμα να έχει και αυτός καλεσμένους στο γάμο και φώναξε τον αφεντικό του και την οικογένεια του.
Ο Χάρης μια μέρα πριν από τον γάμο του είχε μιλήσει με τον Εκτώρα αν κάνει καλά που παντρεύετε τόσο νέος και δεν ήξερε αν θα ήταν ευτυχισμένος κοντά της. Μίλησαν κοντά στο τρίωρο μέχρι που ο Εκτώρας δεν άντεξε άλλο του είπε ότι πρέπει να κοιμηθούν γιατί τους περίμενε δύσκολη μέρα. Έτσι και έγινε πήγαν και κοιμήθηκαν και οι δύο τους ο καθένας σε ξεχωριστά κρεβάτια. Λίγο πριν κλείσει τα μάτιά του ο Εκτώρας σκέφτηκε ότι επιτέλους θα έμενε μετά από τόσα χρόνια πάλι μόνος του το περίμενε πως και πως αλλά το κρατούσε μέσα του και δεν το έδειχνε. Στο άλλο δωμάτιο ο Χάρης σκεφτόταν αυτά που τον έλεγε ο φίλος του και του έδινε δίκαιο ότι πλέον ήταν αργά για να κάνει πίσω, έλπιζε ότι θα τα κατάφερνε στον γάμο του.
Ο γάμος είχε γίνει όπως και το γλέντι που ήταν απλό γιατί δεν ήθελαν πολλές μουσικές όταν τέλειωσαν μετά από μερικές ώρες όλα αυτά ο Εκτώρας για πρώτη φόρα μετά από καιρό ένιωθε το διαμέρισμα δικό του και μπορούσε να κάνει ότι θέλει για τι καλή η παρέα του φίλου του τόσο καιρό αλλά ήθελε να μείνει και μόνος του και να δει τι πρέπει να κάνει στην δίκια του την ζωή δεν ήθελε να το πει μπροστά στον φίλο του αλλά ζήλεψε που είχε παντρευτεί πριν από εκείνον. Τι να έκανε όλα στην ζωή δεν μπορούσε να τα έχει θα ερχόταν κάποτε και οι δίκια του η σειρά.
Έξι μήνες μετά ζωή του μπήκε σε μια σειρά πήγαινε κανονικά στην δουλεία του προσπαθούσε να κερδίσει δικές που τα κατάφερνε και είχε μόνο νίκες ο Εκτώρας στο ποινικό αλλά και στο αστικό δίκαιο έτσι έκανε όνομα σίγα-σίγα και ο τραπεζικός του λογαριασμός ανέβαινε. Μπορεί να ήταν κάποιος στην δουλεία του άλλα στην προσωπική του ζωή δεν είχε πολλές επιτυχίες είχε προβλήματα με την θεία του αλλά και με την Αρετή την γυναίκα του φίλου του μπορεί να είχε δεχτεί στην αρχή να τους παντρέψει αλλά ο Χάρης συνέχεια και πήγαινε μόνος του και ήταν στο σπίτι του σχεδόν από την αρχή του γάμου τους που η κοπέλα απλώς ζήλευε που έμενε συνεχεία μέσα, όμως ήξερε ότι ο Εκτώρας δεν θα έκανε κάτι κακό στον γάμο της εδώ τους άφηνε να μένουν χωρίς νοίκι στο διαμέρισμα του που αυτό ήταν στα υπέρ του. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο ο Εκτώρας και του μίλησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου