16 Οκτ 2018

"Στα Χνάρια του Τρόμου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Ήταν μία από εκείνες τις ώρες. Τις θλιμμένες. Τις μουντές. Τις ώρες που δεν άντεχε λεπτό την βαρετή ύπαρξή της. Ήθελε να φύγει και πάλι. Ήξερε που ακριβώς επιθυμούσε να βρεθεί. Εκεί που πήγαινε κάθε, μα κάθε φορά. Εκεί που τα βήματά της την οδηγούσαν πάντα και αυτή υπάκουε σε αυτή την πρωτοβουλία σα να της το επέβαλε κάποιος άγραφος νόμος. Το ερειπωμένο σπίτι δεν ήταν πολύ μακριά. Άλλωστε ήταν η ώρα που απολάμβανε τον περίπατο. Νωρίς το απόγευμα. Έφτανε μετά από μισή ώρα στον προορισμό της και παρέμενε λίγες ώρες ώσπου να καταφθάσει το σούρουπο με αργό βηματισμό, μυστηριώδες και σχεδόν πάντα με ένοχα μυστικά. Μυστικά που εκείνη δε χρειαζόταν ν' ανακαλύψει επειδή απλά τα γνώριζε ήδη. Άλλωστε δεν είχε σημασία πια. Πολλοί ήταν αυτοί που μιλούσαν, το σπίτι όμως δεν πρόδιδε τίποτα. Η σιωπή του σφράγιζε το αιώνιο μυστικό. Το οίκημα έμοιαζε να την περιμένει κάθε φορά. Το πλησίαζε αργά, σχεδόν με ευλάβεια. Μπορούσε να νιώσει τη δύναμή του, σχεδόν την κατέκλυζε το έντονο συναίσθημα όταν το αντίκριζε. Φτάνοντας μπροστά του, ένα δέος την πλημμύριζε και ένιωθε πως της έστελνε αυτό το ίδιο όλη του την ενέργεια. Γιατί είχε ενέργεια, το γνώριζε. Όπως πάντα έκανε το γύρο του, αγγίζοντας σε κάποια σημεία τους τοίχους του. Ήταν παγωμένοι, νεκρικοί, της άρεσε όμως η αίσθησή τους. 

Δε βιαζόταν ποτέ να μπει μέσα. Το ψηλάφιζε από άκρη σε άκρη σχεδόν σχολαστικά. Μπορούσε να νιώσει τον παλμό του. Συνήθιζε να μπαίνει μέσα από το σπασμένο παράθυρο. Μύριζε μούχλα το εσωτερικό του, δεν την ενοχλούσε όμως. Κοίταζε γύρω της με νοσταλγία. Τα έπιπλα ήταν όλα καλυμένα με τα γνωστά σεντόνια της εγκατάλειψης. Κάποτε αυτά τα έπιπλα ήταν ζωντανά, όπως και οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί. Κάποτε... Μπορούσε ακόμα να μυρίσει το αίμα, καθώς και τις ορμόνες που είχαν ανεβάσει την αδρεναλίνη της στα ύψη. Το αίμα που έτρεχε σαν ποτάμι, βάφοντας τα πάντα εκεί μέσα. Το σπίτι δεν καθαρίστηκε ποτέ. Δεν το επέτρεψε εκείνη. Κάποιοι το είχαν πλησιάσει κάποτε, είχαν τολμήσει κιόλας να μπουν μέσα κάνοντας διάφορες εικασίες για το τι είχε συμβεί στ' αλήθεια. Μερικοί πιο γενναίοι, είχαν τολμήσει να την προκαλέσουν κιόλας. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της στην ανάμνηση του τί είχε συμβεί στη συνέχεια. Τους ανόητους! Διέσχισε το σαλόνι και ανέβηκε με προσοχή την ξύλινη σκάλα. Το τρίξιμό της θα μπορούσε να είναι ηχητικό εφέ σε ταινία τρόμου. Μια ανατριχίλα διάχυτη στο χώρο. Το κάθε δωμάτιο, η κάθε γωνία του σπιτιού, την περίμενε. Η ανατριχίλα δεν ενοχλούσε ποτέ αυτήν. Ήταν το καλωσόρισμα του σπιτιού και ένιωθε ευγνωμοσύνη που η ατμόσφαιρα ήταν πάντα τόσο μακάβρια. Ο ήχος από τα σκαλοπάτια αργός και διαπεραστικός, έφτανε σαν μουσική στ` αυτιά της. Στο τέρμα της σκάλας ήταν η σοφίτα. Ένοικοί της τώρα πια οι αράχνες που στόλιζαν την κάθε γωνιά της με περίτεχνους ιστούς. Έμπλεξε ανάμεσά τους τα δάχτυλά της. Οι αισθήσεις της χαμογέλασαν ικανοποιημένες. Ήταν χαρούμενη. Ναι, χαρούμενη. Το αγαπούσε αυτό το σπίτι. Και μπορεί τώρα πια να ήταν μια επισκέπτρια, αυτό όμως ήταν πάντα εκεί, αγέρωχο και επιβλητικό και την περίμενε. Κάθε φορά. Κοίταξε έξω από το σπασμένο τζάμι. Ο κήπος έστεκε μαραζωμένος, μακάβριος. Μαύρα κλαδιά και γκρίζο χώμα απλώνονταν παντού. Τα λουλούδια νεκρά και αυτά. Τίποτα δεν ήταν ζωντανό εκεί. Η κάθε γωνία μέσα και έξω, μύριζε θάνατο. Λίγα λεπτά μετά, βρισκόταν στα δωμάτια. Παντού εγκατάλειψη. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με την σκόνη στα έπιπλα, κάνοντας διάφορα σχέδια πάνω τους και το πρόσωπό της έλαμπε από αγαλλίαση, σα ν` αγαπούσε αυτό που έκανε. Και μήπως δεν το αγαπούσε; Ήταν η καθιερωμένη επίσκεψή της στο σπίτι, το μόνο πράγμα που έδινε νόημα στην αθλιότητα μέσα στην οποία είχε βυθιστεί. Όταν άρχισε να νυχτώνει, βγήκε έξω και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν έφτασε πάλι πίσω. Άνοιξε την καγκελόπορτα κι αυτή την χαιρέτησε με το γνωστό τρίξιμο. Η έκφρασή της τώρα πια, μαρτυρούσε θλίψη. "Θα πάω πάλι αύριο στο σπίτι. Κρίμα να μένει πάντα εγκαταλελειμμένο" μονολόγησε μπαίνοντας μέσα στο μνήμα της... 

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου