18 Οκτ 2018

"Κυνήγι Μαγισσών" από την Ξανθίππη Γιωτοπούλου (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Ακούστηκε μία γυναικεία κραυγή και η κοπέλα έτρεξε έντρομη προς τα κάγκελα του κλουβιού της. Τα μελιά της μάτια άνοιξαν διάπλατα στη θέα μιας μεσήλικης γυναίκας, την οποία τραβολογούσαν δύο στρατιώτες.
«Κονστάνς!» ούρλιαξε η κοπέλα και γράπωσε με δύναμη τα κάγκελα. «Αφήστε την! Κονστάνς!»
Οι άντρες την αγνόησαν και συνέχισαν να σέρνουν την άμοιρη γυναίκα μακριά από το κλουβί της νεαρής.
Εκείνη, παρόλα αυτά, συνέχισε να ταρακουνάει τα κάγκελα, σε μία προσπάθεια να βγει από εκεί. Αλλά ο κόπος ήταν μάταιος, μιας και χωρίς τα μαγικά της ή κάτι για να παραβιάσει την κλειδαριά, ήταν αναγκασμένη να παραμείνει στη φυλακή της.

Άρχισε να περπατάει πάνω κάτω στο μικρό χώρο, μουρμουρίζοντας κατάρες σε όποιον πρόδωσε τη φυλή της και σε αυτούς που τους είχαν αιχμαλωτίσει. Άλλα πάνω απ’ όλα έφταιγε η ίδια που δεν είχε διαβάσει σωστά τα σημάδια. Δεν της άξιζε ο τίτλος της πριγκίπισσας μετά τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας.
Κατευθύνθηκε ξανά προς τα κάγκελα και κοίταξε το νυχτερινό ουρανό, ο οποίος είχε ένα περίεργο χρώμα λόγω της φωτορύπανσης και ασυναίσθητα το μυαλό της πήγε στον σκούρο μπλε ουρανό με τα πολλά αστέρια πίσω στο δάσος.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε ο ήχος ενός κλάματος.
Αυτή τη φορά, στρατιώτες έσερναν ένα μικρό αγόρι, όχι πάνω από έξι χρονών.
«Νικ!» φώναξε η κοπέλα. «Πού τον πηγαίνετε; Αφήστε τον, είναι ακόμα ένα παιδί!»
«Εύελην!» κλαψούρισε ο μικρός και έκανε να πάει προς το μέρος της, αλλά ο ένας στρατιώτης τον φόρτωσε στον ώμο του σαν σακί με πατάτες και απομακρύνθηκαν από εκεί.
Η Εύελην έπεσε στα γόνατα, νιώθοντας την απελπισία να την κατακλύζει.
Από το πρωί μετέφεραν έναν έναν τους κατοίκους της μικρής τους κοινότητας σε ένα συγκεκριμένο μέρος και για έναν συγκεκριμένο λόγο κι εκείνη ήταν ανίκανη να το σταματήσει όλο αυτό.
Πλέον η τεχνολογία είχε προοδεύσει τόσο που μπορούσε να ακυρώσει τη μαγεία του λαού της.
Ένας και μοναδικός πυροβολισμός ακούστηκε στην ησυχία της νύχτας και η κοπέλα δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα.

***
Μία μέρα πριν
Η Εύελην σιγοτραγουδούσε καθώς μαγείρευε το μεσημεριανό γεύμα για την ίδια και τη μικρότερη αδερφή της, την Κρίστι.
«Μμμ! Μοσχοβολάει μέχρι έξω, Εύελην!» δήλωσε ευχαριστημένη η Κρίστι, η οποία μόλις είχε γυρίσει από το σχολείο. «Τι καλό έφτιαξες;»
«Μακαρόνια με κιμά», της απάντησε χαμογελαστή η κοπέλα.
Αμέσως τα μάτια της μικρής έλαμψαν, μιας και ήταν το αγαπημένο της φαγητό.
«Πήγαινε πλύσου και έλα να φάμε»
Δε χρειάστηκε να τελειώσει τη φράση της, διότι η Κρίστι είχε φύγει βολίδα για το μπάνιο.
Η Εύελην έβγαλε δύο πιάτα από ένα ντουλάπι και ετοιμάστηκε να σερβίρει, όταν κάποιος χτύπησε την εξώπορτα. Απορημένη για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο μεσημεριανός επισκέπτης, πήγε να ανοίξει.
«Όλιβερ!» χαιρέτησε τον ξανθό νεαρό που στεκόταν στο κατώφλι κι εκείνος απλά έγνεψε. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της κοπέλας όταν πρόσεξε το συννεφιασμένο του βλέμμα. «Συνέβη κάτι;»
«Θα σου πω καθ’ οδόν» απάντησε ο Όλιβερ και η Εύελην αφού ενημέρωσε τη μικρή της αδερφή πως θα έφευγε, ακολούθησε το φίλο της.
«Σε ακούω»
«Κατέρρευσε το τείχος στο νότιο άκρο»
Η κοπέλα δεν απάντησε, απλά επιτάχυνε το βήμα της. Δεν είχε καλό προαίσθημα για όλο αυτό.
Όταν έφτασαν στο νότιο άκρο, τους περίμενε ο Τζον. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα και οι παλάμες του κοιτούσαν προς το αόρατο τείχος. Τα μάτια του ήταν κλειστά, σημάδι ότι ήταν συγκεντρωμένος σε ξόρκι. Μόλις τους ένιωσε, κατέβασε τα χέρια του και γύρισε προς το μέρος τους με σκοτεινιασμένη έκφραση.
«Καλησπέρα Τζον», χαιρέτησε η Εύελην.
«Καλησπέρα πριγκίπισσα»
Εκείνη προσπάθησε να μην αντιδράσει στο άκουσμα του τίτλου της. Όσες φορές και να του έλεγε να τη φωνάζει με το κανονικό της όνομα, ο Τζον αρνιόταν.
«Τι ζημιά προκλήθηκε;»
«Αποδυναμώθηκε το ξόρκι στο συγκεκριμένο σημείο, με αποτέλεσμα να προκληθεί ρήγμα στο τείχος» εξήγησε ο άντρας.
«Από τι αποδυναμώθηκε;»
«Από αυτό» απάντησε ο Όλιβερ και παρέδωσε στην κοπέλα μία μικρή μεταλλική συσκευή.
Η Εύελην την πήρε στα χέρια της και άρχισε να την περιεργάζεται. Ήταν ένας μικρός ασημένιος δίσκος με διάμετρο πέντε εκατοστών και πάχους τριών. Στο κέντρο του είχε ένα μαύρο στρογγυλό γυαλί σαν οθόνη και καθόλου κουμπιά.
«Στείλανε καινούριο παιχνίδι από την κυβέρνηση;»
«Ναι, αλλά αυτή τη φορά –σε αντίθεση με τις προηγούμενες- το ‘παιχνιδάκι’ τους μας έκανε ζημιά!» δήλωσε με δυσαρέσκεια ο ξανθός νεαρός.
Το κράτημα της κοπέλα έσφιξε πάνω στη συσκευή. Από μέσα της έκανε ένα από τα ξόρκια αναγνώρισης για το καινούριο μηχάνημα, χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα.
«Τζον, μπορείς να ανοίξεις λίγο το τείχος, σε παρακαλώ;»
Ο άντρας έγνεψε καταφατικά και άνοιξε μία μικρή πύλη για να περάσει. Η κοπέλα προχώρησε προς το δάσος που απλωνόταν μπροστά της και αφού απομακρύνθηκε αρκετά, κατέστρεψε τον ασημένιο δίσκο και στη συνέχεια την εκτόξευσε προς τον ουρανό.
«Αντίο παράξενη και επικίνδυνη συσκευή…» μουρμούρισε και έκανε να γυρίσει προς την κοινότητα, αλλά ένας ήχος από πιστόλι που οπλίζει την έκανε να παγώσει στη θέση της. Έστριψε εκατόν ογδόντα μοίρες και ίσα που πρόλαβε να ενεργοποιήσει ένα ξόρκι προστασίας. Η ορειχάλκινη σφαίρα σταμάτησε μερικά εκατοστά από το πρόσωπο της Εύελην, η οποία δεν έχασε χρόνο και την έστειλε πίσω από εκεί που ήρθε.
Τους είχαν βρει.
Έτρεξε μέχρι τα όρια της κοινότητας, αποφεύγοντας τις σφαίρες που έπεφταν σαν βροχή κατά πάνω της, αντλώντας ενέργεια από τη φύση για να ενεργοποιήσει διάφορα ξόρκια άμυνας και προστασίας.
Φτάνοντας στα τείχη, τα μελιά της μάτια άνοιξαν διάπλατα από τον τρόμο. Επικρατούσε το χάος και η μυρωδιά του καμένου κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Τα σπίτια είχαν πάρει φωτιά, ενώ οι μάγοι προσπαθούσαν να προστατευτούν με νύχια και με δόντια από τους στρατιώτες και τα όπλα τους.
Η Εύελην ρίχτηκε και αυτή στη μάχη για να βοηθήσει τη φυλή της. Παρόλ’ αυτά, εκείνη τη φορά οι στρατιώτες είχαν έρθει με καινούργια πολεμοφόδια, άγνωστα για τους μάγους. Η τεχνολογία είχε εξελιχτεί τόσο όσο έπρεπε, ώστε να ακυρώνει τα μαγικά ξόρκια. Ο λαός της κοπέλας ήταν χαμένος.
Η πριγκίπισσα έσκυψε για να αποφύγει ένα μαχαίρι και κλώτσησε το νεαρό στρατιώτη στην κοιλιά. Εκείνος έκανε να της επιτεθεί ξανά, αλλά χοντρές ρίζες δέντρων είχαν ξεφυτρώσει από το χώμα και είχαν τυλίξει τους αστραγάλους του.
Η Εύελην τον παράτησε εκεί και άρχισε να ψάχνει για τη μικρή της αδερφή. Την εντόπισε πενήντα μέτρα παραπέρα να χρησιμοποιεί ξόρκια φωτιάς εναντίον δύο στρατιωτών. Αν και μόλις δώδεκα χρονών, η Κρίστι είχε ταλέντο στο συγκεκριμένο στοιχείο.
Έφτασε έγκαιρα στο πλευρό της και άρχισε και αυτή να παλεύει με τους εχθρούς, που από δύο, ξαφνικά, έγιναν έξι. Οι δύο κατάφεραν να ακινητοποιήσουν την Κρίστι και της τοποθέτησαν ένα πιστόλι στον κρόταφο.
«Ώρα να πληρώσεις μάγισσα!» αναφώνησε με κακία ένας από αυτούς.
«ΟΧΙ!» ούρλιαξε η Εύελην, βλέποντας το σκηνικό.
Ένα κύμα ενέργειας ξεχύθηκε από μέσα της, πετώντας τους στρατιώτες πέντε μέτρα παραπέρα. Ο ουρανός σκοτείνιασε και αστραπές και κεραυνοί έκαναν την εμφάνισή τους.
Η κοπέλα με τα μελιά μάτια σήκωσε το χέρι της προς τα σύννεφα και ο καιρός μάνιασε. Κεραυνοί χτυπούσαν τους στρατιώτες, η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς και δυνατός άνεμος έπαιρνε παραμάζωμα τα όπλα των εχθρών.
Αλλά έτσι όπως ήταν συγκεντρωμένη στον έλεγχο του καιρού, η Εύελην, δεν πρόσεξε έναν ξανθό στρατιώτη που την πλησίαζε από πίσω.
Το μόνο που ένιωσε πριν μαυρίσουν όλα, ήταν ένα δυνατό χτύπημα.


1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία ιστορία, αναρωτιέμαι τί ελληνικά ονόματα θα μπορούσαν να έψουν οι ήρωες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή