13 Οκτ 2018

"Μια ανάσα πριν το τέλος..." από τη Νάγια Αλχαζίδου (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Ξαναήρθε στο νου μου το θρόισμα των φύλλων της τριανταφυλλιάς. Είχα κατέβει από το αυτοκίνητο, σε ένα μέρος κρύο, παρ' όλο που ήταν καλοκαίρι. ήταν βράδυ, είχε σκοτάδι, μάλλον είχε περάσει 10. Δε θυμάμαι τι σκεφτόμουν. Ίσως την μοίρα που καταπνίγει τα όνειρα. Μπήκα μέσα, δεν ήθελα, το κλίμα γινόταν όλο και πιο ψυχρό. Ήξερα τι θα αντικρίσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα, την κοίταξα, τα μάτια της κόκκινα, μίξη κούρασης και στεναχώριας, δεν μίλησα. 115..,116...,117 <<εδώ είμαστε>>, είπε, είμαστε όχι είναι. Τον είδα στο κρεβάτι με οξυγόνο.. κοιμόταν. Είχα μέρες να δω τα μάτια του ανοιχτά. Στον ορό 5 είδη παυσίπονων. Να μην νιώθει αν υπάρχει η δεν υπάρχει να νιώθει πως ίσως και ποτέ να μην υπήρξε. Του έπιασα το χέρι, το δεξί, μόνο το δεξί ένιωθε πλέον. Μόνο το χέρι του ένιωθε .. πλέον. Όταν τον άγγιξα κούνησε ελαφρώς τα κλειστά μάτια του, σαν να είχε μέσα του την επιθυμία να τα ανοίξει να με δει. Με έσφιξε, με όση δύναμη του είχε απομείνει. Έσκυψα, έβαλα το χέρι του στο πρόσωπο μου, με χάιδεψε. Μου είχε λείψει η φωνή του πολύ. Αυτή η ανόητη αρρώστια, σκέφτηκα, πόσους ανθρώπους διέλυσε. Και πόσους άλλους χωρίς καν να τους προσβάλλει, κατέστρεψε. Όπως την μαμά. Τον πλησίασε όταν απομακρύνθηκα, μην αντέχοντας άλλο. Τα μάτια της κοκκίνισαν κι άλλο. Δάκρυσε, του χάιδευε το χέρι ώρες. Συνέχεια δίπλα του. Αιώνια αγάπη. Δεν τον άφησε ποτέ. Σαν να το υποσχέθηκε ο ένας στον άλλον, πως θα είναι πάντα μαζί , ακόμη και αν χρειαστεί κάποια στιγμή να... είναι χώρια. Αυτό είναι αληθινή αγάπη. Δεν ήξερα αν αυτό που έβλεπα και ένιωθα εκεί μέσα ήταν ευτυχία, από την πλημμύρα της αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης ή πόνος για την απόσταση. Απόσταση που είχαν μεταξύ τους. Ήμουν σίγουρη πως εκείνη την στιγμή, σε ένα παράλληλο σύμπαν , 2 σκιές χόρευαν τανγκό , ερωτευμένες, υποσχόμενες πως ποτέ δεν θα αφήσει η μια την άλλη ,εκεί μέσα, οι σκιές χόρευαν δυνατά και χαρούμενα, άχρωμες αλλά γέμιζαν με όνειρα ένα ωχρό δωμάτιο με ένα κρεβάτι και 4 μηχανήματα. Πως είναι να χάνεις αργά τον άνθρωπό σου; σκέφτηκα . Καθίσαμε μέχρι τις 12. Δεν είχε ουσία, δεν ξέραμε εάν νιώθει την παρουσία μας. Με ένα βαρύ παράπονο, παράπονο για τα βάσανα που έπρεπε να δεχθούμε πως θα συνεχίσουμε, έχοντάς τα στο μυαλό μας, της ζήτησα να φύγουμε, είχα κουραστεί. Το δωμάτιο με τις ώρες , το μεταμόρφωνα στο μυαλό μου σε πίστα, μια λευκή πίστα με φώτα. Εκεί χορεύανε οι 2 σκιές. Εγώ απλά τις απολάμβανα. Ούτως ή άλλως το μέλλον ήταν σίγουρο, λέγανε όλοι. Δεν ήθελα να τους ακούω, δεν έπρεπε να τους ακούω, τους μίσησα. Τον αγαπούσα πολύ. Με κουρελιασμένα μαύρα ρούχα, σακούλες κάτω από τα μάτια , μπερδεμένα φθαρμένα άβαφα κόκκινα μαλλιά και πεσμένα βλέφαρα της είπα

-Μαμά, πάμε
Δέχτηκε. Ένιωθε κι εκείνη το μέρος να την καταπλακώνει, το ξέρω , την είδα . Σηκώθηκε με βαριά αργά βήματα, σαν να σήκωνε όλο το βάρος μόνη της και βγήκε ακόμη πιο αργά, με μια ελπίδα πως θα ακούσει μια φωνή,  που θα έλεγε με πάθος και χιούμορ << γύρνα >> ήταν ένα κακό όνειρο. Εγώ κάθισα 10 δευτερόλεπτα παραπάνω, ήθελα να προλάβω να του πω αντίο. Έπειτα, βγήκα.Είχε αδειάσει ο χώρος. Είχαν όλοι φύγει. Ακουγόταν μόνο τα μηχανήματα, σταθερά , σαν χτύποι καρδιάς, ενός ανθρώπου που θέλει να ζήσει, που δεν επέλεξε να μην ζήσει.Τρόμαξα, τρόμαξα πολύ με την αδικία . Γεμάτα δωμάτια με αδικία. Ένα δάκρυ κύλησε ασυνείδητα, πριν προλάβει να το αντιληφθεί κάποιος, το σκούπισα γρήγορα. Υποσχέθηκα σε εμένα πως δεν θα με καταπνίξει, αν και έφτανε στο λαιμό και με έπνιγε. Είμαι δυνατή φώναξα μέσα μου και για μια στιγμή το πίστεψα . Δεν κράτησε πολύ. Θα έπρεπε όμως να το υποστώ, μόνο έτσι θα επιβίωνα. Μπήκαμε ξανά στο αυτοκίνητο, δεν μίλησε καμία. Το ραδιόφωνο κλειστό. Το γκάζι πατημένο συνεχώς, σιωπή, πόνος. Τι μπορεί να αλλάξει.. τι θα μπορούσε να αλλάξει.. Κουρασμένη, ξάπλωσα. Είχα κοιμηθεί αμέσως μέχρι.. μέχρι που ξύπνησα μόνη μου, εκείνη την στιγμή που το τηλέφωνο χτύπησε. Εκείνη την στιγμή που την άκουσα να πλαντάζει στο κλάμα. Σηκώθηκα. Ήξερα τι είχε γίνει. Με είχε προειδοποιήσει ο ίδιος μόλις κοιμήθηκα . Μου είπε ..
- Αυτό, που βλέπεις τώρα δεν είμαι εγώ και δεν είναι αληθινό, γιατί εγώ δεν ζω πια αλλά.. αλλά έχω πεθάνει.
Κρατήθηκα, δεν έκλαψα. Ένιωσα ένα κομμάτι από μέσα μου να χάνεται , να βγάζει φτερά και να πετάει ψηλά.. μακριά μου. Δεν έκλαψα κρατήθηκα. Ήταν σαν να με κόβουν στα δύο και να το νιώθω. Άντεξα. Τον αποχαιρέτησα γλυκά το προηγούμενο βράδυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου