21 Οκτ 2018

"Πληγωμένες Καρδιές" του Χρήστου Σαχτούρη (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


Πρώτη φορά τον είδα σε μια πλατεία της Καλαμαριάς. Κερεμεριέ τη λένε οι Τούρκοι, εμείς όταν μιλάμε μεταξύ μας, μιλάμε ελληνικά, για να μην τα ξεχάσουμε, όταν απελευθερωθούμε.  Ήταν Μάιος του 1907. 
Μετακομίσαμε χθες με την οικογένεια μου, από την Τούμπα. 
Ακουμπούσε το ένα του χέρι σ' ένα καρότσι και κάπνιζε με ύφος στοχαστικό, ήταν τόσο ήρεμος. Τον ερωτεύτηκα αμέσως. 
Έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαμένη, και χωρίς να το καταλάβω, πλησίαζα αργά σαν υπνωτισμένη προς το μέρος του. Εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα μικρό θαύμα, με φώναξε η αδελφή μου. 

- Έλα Ελισάβετ, φεύγουμε. 
- Τώρα έρχομαι. <<Τώρα ξέρει τ' όνομα μου, σκέφτηκα>>

Αυτό το μικρό θαύμα, το διαδέχτηκε ένα ακόμα. Τον φώναξε κάποιος κύριος. 

Έλα Θοδωρή να τα φορτώσεις. <<τώρα ξέρω τ' όνομα του, είπα από μέσα μου>>. Φόρτωσε το καρότσι με καφάσια με λαχανικά και το μετέφερε. Τώρα ξέρω και τι δουλειά κάνει. 

Μετακομίσαμε αναγκαστικά από το ευρύχωρο σπίτι μας, επειδή μας έδιωξαν οι Τούρκοι. Μέναμε εκεί η τετραμελείς μου οικογένεια μαζί με τη γιαγιά και τον παππού, τους γονείς της μητέρας μου. Ήταν πιο μεγάλο το σπίτι και χωρούσαμε, το καινούριο μας είναι πολύ μικρό και είμαστε πολύ στριμωγμένοι. Απ' έξω έχει ένα χωματένιο μονοπάτι και δίπλα θάμνοι και δέντρα κατά μήκους του δρόμου. 
Τον σκεφτόμουν συνέχεια. Όταν τελείωνε από τη δουλειά το βράδυ, εκείνη την ώρα πέφταμε για ύπνο, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο στο πάτωμα, στρωματσάδα. Περνούσε έξω από το σπίτι μας, και δε μ' έπαιρνε ο ύπνος μέχρι να τον ακούσω να σφυρίζει καθώς περπατούσε. 

Πρώτη φορά την είδα στην πλατεία που φορτώνω τα λαχανικά στο καρότσι. Περίμενα να ετοιμαστούν από τα κάρα που τα φέρνουν οι παραγωγοί, για να τα πάω στα οπωροπωλεία, μανάβικα τα λένε οι Τούρκοι, εμείς μεταξύ μας μιλάμε ελληνικά, για να μην τα ξεχάσουμε όταν απελευθερωθούμε, όπως η υπόλοιπη Ελλάδα. Όταν τα ξεφορτώνω, ξανά φορτώνω το καρότσι μέχρι να αδειάσουν τα κάρα, που μετά το  πρώτο φόρτωμα τα βάζουν στην αποθήκη της πλατείας, για να γυρίσουν στα χωράφια τους και στις οικογένειες τους. 
Με κοιτούσε με θαυμασμό μα έκανα πως δεν την έβλεπα, ήμουν απορροφημένος στη δουλειά μου, σκεφτόμουν σε πιο μαγαζί να πάω πρώτα για να κερδίσω χρόνο. Το βράδυ που τελείωσα και γύριζα σπίτι, τη σκεφτόμουν συνέχεια. Τι όμορφη που ήταν, που να μένει άραγε; 

Πολύ μου λείπει το σπίτι μας στην Τούμπα. Εκεί εγκαταστάθηκε ο παππούς μου, όταν ήρθε πρόσφυγας από τη Θράκη το 1862 στη Θεσσαλονίκη. 
 Χτύπησαν μια μέρα την πόρτα μας οι Τούρκοι και ζήτησαν να μιλήσουν με τον πατέρα μου. Μίλησαν για λίγο κι όταν έφυγαν, έμεινε απορημένος. Ήρθε στο σαλόνι και μας είπε, πως πρέπει να φύγουμε για να έρθει να μείνει μια τούρκικη οικογένεια. 
Το καινούριο μας σπίτι είναι πολύ μικρότερο κι εμείς πολλοί, αλλά είναι όμορφη η περιοχή, είναι κοντά η θάλασσα και μυρίζει όμορφα. Τι τα θέλεις όμως; παντού είναι οι Τούρκοι και μας εξουσιάζουν. 

Έμεινα ορφανός από μικρός. Το απόγευμα της μέρας που παντρεύτηκαν οι γονείς μου, ετοίμαζαν γλέντι έξω από το σπίτι. Είχε μαζευτεί κόσμος· συγγενείς και γείτονες, ήταν και μερικοί Τούρκοι, οι Τούρκοι ήταν παντού, και μας εξουσίαζαν. Οι μάνα μου ήταν μέσα στην κουζίνα κι ετοίμαζε. Όλοι μου έλεγαν πως ήταν πολύ χαρούμενη εκείνη τη μέρα. Ένας Τούρκος μπήκε μέσα και την κοίταζε. Αυτή χαμογελαστή, τον ρώτησε αν ήθελε να του προσφέρει κάτι, αυτός, χωρίς να μιλήσει, την αγκάλιασε και προσπάθησε να τη βιάσει. Ο πατέρας έτρεξε μέσα ακούγοντας τις φωνές, και είδε τον Τούρκο να προσπαθεί να της σκίσει τα ρούχα. Χωρίς να το σκεφτεί, βγάζει το πιστόλι του και τον πυροβόλησε στα πλευρά. Έπεσε κάτω και ούρλιαζε απ' τον πόνο. Άλλοι δυο Τούρκοι που ήταν έξω, φώναξαν την αστυνομία. Τον συλλάβανε και τον έκλεισαν στο Κανλί Κουλέ, που αργότερα ονομάστηκε λευκός πύργος. Τη μέρα που συλλήφθηκα στην κοιλιά της μητέρας μου, συνέλαβαν τον πατέρα μου για φόνο. Πέθανε εκεί μέσα, βασανιζόμενος από Οθωμανούς εκτελεστές. Όταν ήμουν επτά χρονών, η μάνα μου δε γλύτωσε το βιασμό. Όταν γυρνούσε απ' τη δουλειά της, την άρπαξε ένας Τούρκος, τη βίασε και τη σκότωσε. Τη μαχαίρωσε στην κοιλιά. 
Από τότε με μεγάλωσε ο αδερφός του πατέρα μου με τη γυναίκα του. Έμενα μόνος στο σπίτι, και κάθε μέρα ερχόταν η γυναίκα του, μου μαγείρευε κι έπλενε τα ρούχα μου. Ο θείος μου, μου μάθαινε τη ζωή. Μου έμαθε να είμαι σωστός άντρας. Να είμαι γενναίος και αξιοπρεπής. Μου έλεγε πως ο πιο εύκολος τρόπος να χάσει κάποιος την αξιοπρέπεια του, ήταν να μην κρατήσει το λόγο του. 

Δεν τολμούσα να τον πλησιάσω για να τον γνωρίσω, κι αυτός δεν ήξερε που να με βρει. Γι' αυτό σκέφτηκα μια λύση, έγραψα σ' ένα χαρτί ένα σημείωμα, και πριν πέσουμε για ύπνο, το άφησα σ' ένα κλαδί ενός δέντρου έξω απ' το σπίτι μας. Απ' έξω έγραψα· για το αγόρι που σφυρίζει, κι από μέσα του εξήγησα ποια είμαι και ότι θέλω να τον δω. 
Την άλλη μέρα το πρωί, είχε αφήσει αυτός απαντητικό σημείωμα. Απ' έξω έγραφε· για το κορίτσι του διπλανού σπιτιού, κι από μέσα, έλεγε σε ποια σημεία βρίσκεται τις συγκεκριμένες ώρες, καθώς δουλεύει, και μου έλεγε όποτε μπορεί να πάει να τον βρει. 
Πήγα και τον βρήκα. 

- Ακριβώς όπως μου έγραψες. Τις ίδιες ώρες, στα συγκεκριμένα μέρη. 
- Κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές κάνω, τις έμαθα τις ώρες. Καλημέρα. Είσαι πολύ όμορφη. 
- Καλημέρα. Σ' ευχαριστώ. Την πρώτη φορά που σε είδα συγκλονίστηκα, όπως ο Βαρδάρης συγκλονίζει τα δέντρα. 
- Κι εγώ αλλά δε φάνηκε, ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά. 

Περπατούσαμε και μιλούσαμε για τις ζωές μας. Μου είπε πως ορφάνεψε νωρίς και τον μεγάλωσε ο θείος του. Μου είπε πως του αρέσει η δουλειά που κάνει, επειδή τα λαχανικά ευωδιάζουν κι ομορφαίνουν την ατμόσφαιρα. Καθώς περπατούσαμε, το καρότσι που έσπρωχνε ήταν μπροστά μας και τ' αρώματα από τα λαχανικά, έρχονταν προς εμάς. Όλα ήταν όμορφα. Κάποια στιγμή, σταμάτησε και με φίλησε. 
Το αίμα μου πάγωσε και το δέρμα μου ριγήσε. Δεν είμαι σίγουρη, μα νομίζω πως έχασα το χρώμα μου. 

Όταν τη φίλησα, η καρδιά μου σαν να σταμάτησε να χτυπάει, η αναπνοή μου κόπηκε μα συνέχιζα να ζω. Η καρδιά μου, χτυπούσε τόσο γρήγορα, που νόμιζα πως θα ξεκολλήσει και θα σκορπίσει εντός μου. 

Περάσανε δέκα χρόνια, αγνής και τρυφερής σχέσης. Κάθε μέρα, τον αγαπούσα όλο και περισσότερο. Καθώς κοιταζόμασταν, μικρές εκρήξεις συνέβαιναν μέσα μας.

Μια μέρα, όταν γύρισα σπίτι, με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη· ο πατέρας μου, μ' έβαλε τις φωνές επειδή γυρνούσα μ' ένα αγόρι. Μας είδε η αδελφή μου και του το είπε. 
Πύρινα λόγια καρφώθηκαν στην καρδιά μου. Το ένα μου μάγουλο, δέχτηκε μια σφαλιάρα αλλά τα λόγια πόνεσαν περισσότερο. 
Δε μ´άφηνε να βγω από το σπίτι γι' αρκετές μέρες. 
Τη δεύτερη μέρα, έγραψα ένα σημείωμα στον Θοδωρή, για το πως έχει η κατάσταση. Την άλλη μέρα το βράδυ, ήρθε και στάθηκε έξω από το σπίτι και με κοιτούσε από το παράθυρο. Εγώ δεν τον έβλεπα. Έξω είχε σκοτάδι και μέσα λίγο φως από τα κεριά, κι έτσι τα τζάμια καθρέφτιζαν από μέσα και δεν τον έβλεπε κανείς. Περίμενε να μείνω μόνη. Μόλις κοιμήθηκαν, περίμενα να περάσει σφυρίζοντας για να με πάρει ο ύπνος. Αυτός δεν το ήξερε, δεν του το είπα. Έφυγε χωρίς να σφυρίζει, δεν είχε διάθεση. 
Την επόμενη μέρα, μ' άφησε ο πατέρας μου να βγω για λίγο έξω, χωρίς ν' απομακρυνθώ από το σπίτι. Βρήκα στο κλαδί του δέντρου, ένα σημείωμα, το πήρα και μπήκα κατευθείαν μέσα. Το σημείωμα ήταν λιτό, χωρίς περιττά λόγια· <<Ετοιμάσου, αργά το βράδυ θα έρθω να σε κλέψω>>. 

Δεν το σκέφτηκα πολύ, ετοίμασα τα λιγοστά μου πράγματα, τα έκρυψα έξω, πίσω από τους θάμνους και περίμενα. Το βράδυ πέσαμε να κοιμηθούμε, έπεσα κι εγώ κυριευμένη από αγωνία. Περνούσαν οι ώρες και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Τα κεριά ήταν σβησμένα και μπορούσα να δω έξω από το παράθυρο, έφεγγε το φεγγάρι και φώτιζε τα κλαδιά που ο αέρας τα έκανε να χορεύουν.  Ήρθε και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο. Αμέσως σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα, τον αγκάλιασα και φύγαμε τρέχοντας. 

- Που θα μείνουμε; 
- Στο σπίτι του θείου μου, του τα είπα όλα. Αυτός με συμβούλεψε να σε κλέψω. 
Αρχίσαμε να τρέχουμε, πριν σηκωθούν οι άλλοι.
Μόλις απομακρυνθήκαμε, σταματήσαμε κι αγκαλιαστήκαμε. 

- Μην ανησυχείς αγάπη μου. Ο θείος μου θα μιλήσει στον πατέρας σου. Θα δεχτεί την πραγματικότητα, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. 
- Μαζί σου θέλω να ζήσω. Αν το δεχτεί ο πατέρας μου, ακόμα καλύτερα. 
- Όλα καλά θα πάνε, θα δεις. 

Μ’ έπιασε από τη μέση και προχωρούσαμε.
Άρχιζε η μέρα να χαράζει. Άφησε το χέρι του που με κρατούσε από τη μέση κι έπιασε το χέρι μου. Ανεβήκαμε ένα λόφο, μόλις βγήκε ο ήλιος. Κοιτούσαμε δυτικά. 

- Τι είναι εκείνος ο πυκνός καπνός που βγαίνει; 
- Καίγονται τα σπίτια. Η Θεσσαλονίκη καίγεται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου