18 Οκτ 2018

"Τα Λόγια που δεν είπα" από την Ελένη Γκούμα (Συμμετοχή στον 6ο Διαγωνισμό Ελεύθερης Γραφής)


«Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα, τότε δυο ενδεχόμενα υπάρχουν. Πρώτον, να έχω αυτοκτονήσει και να το βρήκες μέσα στο κομοδίνο μου ψάχνοντας για την αιτία. Και δεύτερον να μη βρήκα τελικά το θάρρος να δώσω τέλος στη ζωή μου, αλλά να σου το έστειλα προσπαθώντας να καταλάβεις κάποια πράγματα για μένα.
   Από μικρή ήμουν πολύ κλειστός άνθρωπος… Θυμάμαι τις φίλες μου να μου λένε τα μυστικά τους,  κλείνοντας με τη φράση «μην το πεις σε κανέναν...». Και εννοείται ότι εγώ δεν τα έλεγα πουθενά. Και όσα πιο πολλά μου έλεγαν, τόσο ένιωθα το κεφάλι μου να βαραίνει.. Η Μαρία ξεκίνησε να καπνίζει. Η Αντωνία έκλεψε χρήματα από τους γονείς της. Η Αναστασία αντέγραψε στο μάθημα… Δεν άντεχα άλλα μυστικά, αλλά αν τους το έλεγα φοβόμουν ότι δεν θα μου ξαναμιλούσε κανείς.
   Και στο σπίτι όμως τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα.  Οι γονείς μου έλειπαν πολλές ώρες για δουλειά. Και εγώ δεν είχα κανέναν να μιλήσω.  Ώσπου ήρθε ένας ξάδελφος μου για σπουδές και τον φιλοξενούσαμε. Στην αρχή χάρηκα πολύ. Δεν έβλεπα συχνά άλλους συγγενείς γιατί ζούσαν πολύ μακριά. Και επιτέλους θα υπήρχε και κάποιος άλλος στο σπίτι, δεν θα ένιωθα τόσο μόνη.
   Όμως η ζωή δεν είναι όπως τη φαντάζεσαι. Ο Αντώνης φαινόταν ένα πολύ καλό παιδί. Όμως ξαφνικά η συμπεριφορά του απέναντί μου άρχισε να αλλάζει. Ήταν πιο επιθετικός και μου μιλούσε πολύ απότομα. Μέχρι που μια νύχτα που έλειπαν όλοι από το σπίτι ήρθε στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει. Εγώ είχα κοκαλώσει από τον φόβο μου. «Μην το πεις σε κανέναν» μου ψιθύρισε και έφυγε. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετό καιρό, με τον Αντώνη να γίνεται κάθε μέρα και πιο προκλητικός. Άρχισα να κλαίω με το παραμικρό και τις νύχτες να ξυπνάω με εφιάλτες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόμουν κάποιον τρόπο να τον σκοτώσω, να φύγει αυτό το τέρας από το σπίτι μου. Τελικά μετά από μερικούς μήνες έφυγε, πήγε να μείνει αλλού.  Όμως το κακό είχε γίνει. Πλέον δεν ήθελα να βλέπω κανέναν και κλεινόμουν όλη μέρα στο δωμάτιό μου και διάβαζα. Το είχα πάρει απόφαση, θα έφευγα από αυτό το σπίτι. Υπομονή άλλα δυο χρόνια…

   Αυτό που ήθελα τελικά το κατάφερα. Πέρασα στη φαρμακευτική και για αρκετό καιρό ήμουν επιτέλους χαρούμενη. Ήθελα τόσο πολύ να ξεκινήσω μια καινούρια ζωή, αλλά δεν είχα τη δύναμη να τα αφήσω όλα πίσω μου. Τα χρόνια πέρασαν, τελείωσα τη σχολή, όμως το πρόβλημα μου ήταν ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν. Και τότε σε γνώρισα. Είχα έρθει για να περάσω συνέντευξη για τη δουλειά. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που θα μπορούσα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου ευτυχισμένη. Όμως τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν με άφηναν ήσυχη. Φοβόμουν. Κάθε φορά που ερχόμασταν πιο κοντά η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ένιωθα ένα σφίξιμο. Πήγα σε ψυχολόγο, ήθελα πραγματικά να το προσπαθήσω για σένα. Δυστυχώς όμως ούτε και σε αυτόν κατάφερα να ανοιχτώ και να τον αφήσω να με βοηθήσει. Και για αυτόν τον λόγο έφυγα από τη δουλειά. Δεν άντεχα να ζω άλλο έτσι. Ελπίζω να με καταλάβεις και κάποια στιγμή να με συγχωρέσεις».
  
   Γράφοντας την τελευταία της λέξη η Μυρτώ αποφάσισε τι θα έκανε. Διάβασε όλο το γράμμα από την αρχή για μια τελευταία φορά. Είχε βγάλει από μέσα της όλα αυτά που τη βασάνιζαν τόσα χρόνια. Τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερη από τους εφιάλτες της. Έσκισε το γράμμα σε μικρά κομμάτια και τα έριξε στη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι.
   Ανέβηκε στο δωμάτιό της, φόρεσε το καλό της φόρεμα και έβαλε για τελευταία φορά λίγες σταγόνες από το αγαπημένο της άρωμα… Άνοιξε το ντουλαπάκι με τα φάρμακα και έβγαλε έξω δυο κουτιά. Τα έβγαλε όλα ένα ένα πάνω στο κομοδίνο της. Στη συνέχεια πήγε και πήρε το μπουκάλι με τη βότκα. Ήπιε δυο γουλιές και άρχισε να καταπίνει τα χάπια… Κανένας δεν θα μάθαινε την αλήθεια…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου