20 Ιουν 2018

"Το τρένο του φόβου" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Συνήθως απολαμβάνω το περπάτημα τις βραδυνές ώρες. Ας είναι και προχωρημένες, δε με νοιάζει. Μου αρέσει η σιωπή που προσφέρει η νύχτα. Μου αρέσει επίσης αυτή η άγρια και ταυτόχρονα ήρεμη ομορφιά της. Την έβρισκα πάντα αντιφατική και την αγαπούσα. Έχω ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου και έχω περπατήσει πολλούς σκοτεινούς δρόμους. Το σκοτάδι και τα μυστικά του αποτελούσαν πάντα έμπνευση για μένα, το πλέον απαραίτητο σαν συγγραφέας που είμαι. Κάθε φορά που ξεκινούσα τις νυχτερινές περιπλανήσεις μου, σύντροφοί μου ήταν κάποιοι στίχοι του Γκαίτε σε ένα καδράκι, που μου είχε κάνει δώρο η κολλητή μου πολλά χρόνια πριν σε κάποια γενέθλιά μου: “Έχω μόνο μία φίλη: την ηχώ. Και γιατί είναι φίλη μου; Γιατί αγαπώ τις έγνοιες μου και μου τις γυρίζει πίσω. Έχω μόνο μία έμπιστη: τη σιγή της νύχτας. Και γιατί είναι έμπιστή μου; Γιατί σωπαίνει”. Έτσι κι εγώ περπατώ μέσα στη σιωπηλή νύχτα, αφήνοντάς τη να μπει στην ψυχή μου και να μάθει όλα μου τα μυστικά. Και υπάρχουν πολλά από αυτά. Μικρά, μεγάλα, αθώα, αμαρτωλά, όλων των ειδών.
Γνωρίζει και τις φοβίες μου η νύχτα. Κανείς άλλος. Μόνο αυτή. Γενικά είμαι εσωστρεφής και δεν ανοίγομαι εύκολα. Πόσο μάλλον να εκμυστηρευτώ σε κάποιον τους φόβους μου. Απλά αποφεύγω καταστάσεις που θα με φέρουν σε δύσκολη θέση. Φροντίζω όμως να μη μην καταλαβαίνει ποτέ κανείς κάτι. Με το κεφάλι σκυφτό και χαμένη σε σκέψεις, συνεχίζω να περπατάω. Ξαφνικά, μια άσχημη αίσθηση. Κάτι υπάρχει, τι όμως; Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά στον ουρανό. Σχετικά καθαρός, αλλά... κάτι συμβαίνει. Κάτι υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Ναι, αλλά τι είναι; Κοιτάζω γύρω μου. Δεν περπατάει κανείς άλλος. Λογικό τέτοια ώρα. Αλήθεια, πόσο μπορεί να είναι; Στρέφω τον καρπό μου να δω το ρολόι μου. Δείχνει 3.50. Έχει πάει κιόλας αργά, δεν είναι όμως η πρώτη φορά. Ο δρόμος έχει κάποια φώτα, δεν υπάρχει κάτι ύποπτο, όμως... σαν κάτι να έρχεται. Το νιώθω, δεν μπορεί να κάνω λάθος. Μια δυσφορία με τυλίγει και αρχίζω να περπατάω πιο γρήγορα. Μάλλον είναι ώρα να γυρίσω στο ξενοδοχείο. Βέβαια έχω απομακρυνθεί, δεν έχω όμως άλλη επιλογή. Η ατμόσφαιρα αρχίζει να ξηραίνει, μοιάζει σαν κάποιος να ρουφάει το οξυγόνο και αυτή να προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στη ζωή. Έχω αρχίσει να φοβάμαι για τα καλά τώρα.

Ενώ συνεχίζω να περπατάω βιαστικά, συνειδητοποιώ πως δεν ακούγεται τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μια αρρωστημένη σιωπή. Κι αυτή η απειλή στον αέρα... Το βήμα μου ανιίγει και γίνεται ακόμα πιο γρήγορο αλλά τα πόδια μου βαραίνουν και αυτά, όμοια με την ατμόσφαιρα. Ξάφνου κάτι με κάνει να σταματήσω απότομα. Το βλέμμα μου καρφώνεται αρκετά μέτρα μπροστά. Τρομάζω. Σκιά είναι αυτό;
Παραμένω ακίνητη και με τις άκρες των ματιών μου επεξεργάζομαι τον χώρο. Όσο μου επιτρέπει η όρασή μου, δεν βλέπω να υπάρχει κάτι. Η ματιά μου επιστρέφει στο σημείο που με τάραξε. Η σκιά έχει εξαφανιστεί. Εστιάζω πιο προσεκτικά. Νομίζω πως βλέπω μια κίνηση. Ανεπαίσθητη ίσως, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη πως είναι εκεί. Είμαι αφοσιωμένη σε αυτό όταν νιώθω κάτι πολύ κοντά μου, σχεδόν δίπλα μου. Λες και πέφτει μια ανάσα πάνω μου. Ένα επιφώνημα τρόμου βγαίνει από τα χείλη μου και ενστικτωδώς κάνω ένα βήμα στο πλάι. Μη βλέποντας κάτι, το κεφάλι μου περιστρέφεται με ταχύτητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η απουσία οποιασδήποτε παρουσίας, δε με καθησυχάζει καθόλου. Ελάχιστα μέτρα μπροστά μου, είναι οι σκάλες που οδηγούν στον υπόγειο σταθμό. Προσπαθώ πολύ γρήγορα να ζυγίσω τις επιλογές μου. Αν προχωρήσω, δεν έχω ιδέα τι θα συναντήσω μπροστά. Αν πάλι κατέβω κάτω... αχ, όχι δε γίνεται αυτό. Όχι. Όχι στον σταθμό. Τους μισώ και τους φοβάμαι μαζί. Δεν έχω πάει ποτέ και δεν έχω μπει ποτέ στη ζωή μου σε τρένο. Μια ομίχλη που αρχίζει να καλύπτει τα πάντα ξαφνικά, σταματά τις σκέψεις μου και δεν μου αφήνει περιθώρια για το τι πρέπει να κάνω.
Και να 'μαι τώρα στον σταθμό. Είναι κρύος, ψυχρός. Μα τι ευχαρίστηση βρίσκουν οι άνθρωποι στα τρένα; Τόσα μέτρα κάτω από τη γη, τρέχουν σα δαιμονισμένα, περνάνε μέσα από υπόγεια τούνελ και αυτοί να συνωστίζονται σαν σαρδέλες. Αμίλητοι με ανέκφραστα πρόσωπα, περιμένουν ν' ανοίξουν οι πόρτες για να μπουν, να βγουν, όλοι προγραμματισμένοι σ' ένα μηχανικό πρόγραμμα που θαρρείς πως έφτιαξε κάποιος άλλος και όχι αυτοί οι ίδιοι. Όχι, όχι. Μισώ τα τρένα, μισώ και τους σταθμούς. Θέλω να φύγω από εδώ, ν' ανέβω τρέχοντας τις σκάλες και να βγω στον καθαρό αέρα. Στον ποιον; Καλά, άκυρο για την ώρα.
Ο λαιμός μου στεγνώνει. Τι βλακεία να μην έχω ένα μπουκαλάκι νερό μαζί μου! Ένας θόρυβος ακούγεται και κοιτάζω γύρω μου ανήσυχη. Τίποτα, ψυχή πουθενά. Ίσως και να είναι το τρένο που έρχεται. Μια καυτή ανάσα στον λαιμό μου με κάνει να τιναχτώ απότομα. Δεν βλέπω τίποτα δίπλα μου. Είμαι μόνη μου στην αποβάθρα. Έχω ταχυπαλμία, μπορώ ν' ακούσω τους σφυγμούς μου. Υπάρχει κάτι, το ξέρω. Τώρα ακούω καθαρά το τρένο. Το ρολόι του σταθμού δείχνει 04.05. Θα μπω, το έχω αποφασίσει. Δεν ξέρω που θα κατέβω, αρκεί να φύγω από δω. Πλησιάζει. Η καρδιά μου σφίγγεται. Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι να μπω, φοβάμαι και να μείνω εδώ. Απλά φοβάμαι. Περνά ορμητικό από μπροστά μου και όταν πια σταματά, το τελευταίο βαγόνι βρίσκεται αγέρωχο απέναντί μου κοιτάζοντάς με θαρρείς υποτιμητικά. Η πόρτα αρχίζει ν' ανοίγει μ' ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο. Περιμένω ν' ανοίξει καλά, όμως σταματά κάπου στη μέση. Κοιτάζω αμήχανα. Ο λαιμός μου ξεραίνεται. Νιώθω το σάλιο μου στεγνό να γδέρνει το λαρύγγι μου καθώς καταπίνω αργά. Ο διαπεραστικός ήχος επιτίθεται ύπουλα στα τύμπανά μου, ενώ το εφιαλτικό άνοιγμα ολοκληρώνεται. Μπαίνω διστακτικά. Η πόρτα κλείνει πίσω μου με δύναμη, κάνοντάς με να πεταχτώ από τον φόβο μου. Μέσα στο επόμενο δευτερόλεπτο σκέφτομαι μήπως θα ήμουν πιο ασφαλής έξω.
Πριν αναρωτηθώ ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση, το τρένο ξεκινά με μεγάλη επιτάχυνση πριν προλάβω να καθίσω ή να πιαστώ από κάπου. Πέφτω με δύναμη στο πάτωμα και βλαστημάω. Σηκώνομαι και κρατιέμαι από μία χειρολαβή να μην βρεθώ και πάλι κάτω. Η ανάσα μου βγαίνει καυτή και γρήγορη. Η αίσθηση του τελευταίου βαγονιού, μ' ενοχλεί απίστευτα. Ξεκινάω προς το εσωτερικό του. Η ταχύτητά του είναι πλέον μεγάλη και με τρομάζει. Ανοίγω τις πόρτες τη μία μετά την άλλη. Το τρένο είναι άδειο. Και κρύο, πολύ κρύο. Αισθάνομαι και πάλι πάνω μου μια περίεργη ανάσα. Δεν είμαι μόνη λοιπόν; Γυρίζω φοβισμένη. Γι' άλλη μία φορά, δεν υπάρχει τίποτα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ίσως είναι κάποιο ρεύμα από τις πόρτες που ανοιγοκλείνω. Κάτι παράξενο συμβαίνει όμως. Κάτι δεν πάει καλά. Συγκεντρώνομαι μήπως καταλάβω τι μ' ενοχλεί. Η απάντηση έρχεται στο μυαλό μου σαν αστραπή. Οι στάσεις! Αυτό είναι! Δεν κάνει στάσεις! Κοιτάζω πάνω από μια πόρτα τα δρομολόγια. Μάταια. Δεν μπορώ να υπολογίσω που είμαστε. Τρέχει σα δαιμονισμένο. 
Επιτέλους κόβει ταχύτητα. Μάλλον πλησιάζουμε στον πρώτο σταθμό. Ανακαλύπτω με ανακούφιση πως έχω δίκιο, βλέποντας τα πρώτα μέτρα της αποβάθρας. Στέκομαι μπροστά στην πόρτα περιμένοντας να σταματήσει. Δεν κρατιέμαι από ανυπομονησία, σχεδόν θέλω να πηδήξω προκειμένου να βγω από τον χαοτικό λαβύρινθο στον οποίο νομίζω πως έχω μπει. Η αναμονή μοιάζει με αιωνιότητα. Η ανάσα στο λαιμό μου και πάλι καυτή, μόνο που αυτή τη φορά κάτι με αγγίζει. Βγάζω μια κραυγή και κοιτάζω πίσω μου τρομοκρατημένη. Και πάλι κανείς. Αν δε σταματήσει μόνο του, θ' αρχίσω να ρίχνω γροθιές στις πόρτες. Θέλω την ελευθερία μου! 
Επιτέλους η τρελή κούρσα φτάνει στο τέλος της. Κρατάω την αναπνοή μου και περιμένω ν' ανοίξει η πόρτα και να ξεχυθώ μακριά από αυτό το τέρας. Ορκίζομαι πως δε θα ξαναμπώ σε τρένο ποτέ πια στη ζωή μου. Η πόρτα όμως παραμένει ερμητικά κλειστή, δημιουργώντας μου ένα νέο αίσθημα πανικού. Τεντώνω λίγο τον λαιμό μου μήπως δω στα δίπλα βαγόνια. Δεν αντιλαμβάνομαι καμία κίνηση. Ξαφνικά ανοίγει με δύναμη κάνοντάς με να γυρίσω απότομα το κεφάλι μου. Ξεφυσάω με ανακούφιση, την στιγμή που κλείνει ξανά μ' έναν εκκωφαντικό θόρυβο, μοιάζοντας να με κοροϊδεύει. Γουρλώνω έντρομη τα μάτια. Το επόμενο που περιμένω είναι ένα σατανικό γέλιο ν' ακουστεί από το πουθενά πλημμυρίζοντας τον χώρο.
Ξεκινά και πάλι με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τι συμβαίνει επιτέλους; Έχω ιδρώσει και καταλαβαίνω πως κλαίω. Κάτι αγγίζει τα μαλλιά μου και ουρλιάζω υστερικά. Τρέχω στα μπροστά βαγόνια. Είναι παντού άδειο. Μια ανάσα πίσω μου, μπροστά μου, πλάι μου, πάνω μου, παντού. Συνεχίζω την τρελή μου κούρσα περνώντας από το ένα βαγόνι στο άλλο με την καυτή ανάσα να με κυνηγά. Φτάνω στον μηχανοδηγό και χτυπάω την πόρτα. Δεν απαντά κανείς. Μπαίνω μέσα και βλέπω την καμπίνα άδεια. Να πάρει! Μάλλον πρέπει να πάω πάλι πίσω. Κοιτάζω έξω από το τζάμι. Είναι αδύνατον να δω κάτι. Η ταχύτητα είναι πολύ μεγάλη για να συλλάβουν τα μάτια μου το παραμικρό. Φεύγω απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σίγουρα υπάρχει κάποιος εδώ μέσα. Δεν μπορεί αυτό το διαολόπραμα να κινείται μόνο του. Καταλαβαίνω πως κόβει και πάλι ταχύτητα. Κάνω το ίδιο. Βρίσκεται μέσα σε τούνελ και είναι κατασκότεινα. Τώρα βρήκε να πάει πιο σιγά; Κόβει κι άλλο μέχρι που σταματάει τελείως μέσα σε μία ανατριχιαστική σιωπή. Κρατάω την ανάσα μου και περιμένω, ενώ μ' έχει τυλίξει το σκοτάδι. Νιώθω ένα απόκοσμο χάδι στα μαλλιά μου και την ίδια σιχαμερή ανάσα στο λαιμό μου. Κλείνω σφιχτά τα μάτια δαγκώνοντας τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω. Η πόρτα ξεκινά ν' ανοίγει βασανιστικά αργά με το γνωστό και άθλιο τρίξιμό της και παραμένει ανοιχτή. Η ευκαιρία μου να φύγω σκεπάζεται από ένα πέπλο τρόμου και αμφιβολίας ποτισμένο από το πηχτό σκοτάδι. Τεντώνω το χέρι μου και αγγίζω τον τοίχο. Το απλώνω δεξιά και αριστερά όσο φτάνω. Τίποτα περισσότερο από αυτό που γνωρίζω ήδη. Η ελευθερία μου είναι κιόλας καταδικασμένη σε μία δίκη που δεν έγινε ποτέ. Τώρα πια ξέρω πως αυτό δεν μπορεί να είναι ένα τυχαίο τρένο. Η ανάσα μου έχει κλειδωθεί μέσα και αρνείται να βγει. Δίπλα στο αυτί μου ακούω κάτι να ασθμαίνει ενώ τα μαλλιά μου ανασηκώνονται και βγάζω ένα άγριο ουρλιαχτό, την στιγμή που η πόρτα κλείνει με πάταγο και το τρένο ξεκινά και πάλι την τρελή του διαδρομή διασχίζοντας με ταχύτητα τοπία τρέλας και απόγνωσης.
Δεν περιμένω λεπτό. Αρχίζω και πάλι να τρέχω κλαίγοντας προς το τελευταίο βαγόνι. Βλέπω την καμπίνα και αυτή τη φορά μπαίνω με φόρα μέσα χωρίς να χτυπήσω. Τα πόδια μου καρφώνονται στο πάτωμα και το αίμα μου παγώνει. Όχι επειδή η καμπίνα είναι άδεια, αλλά επειδή από την αντίθετη κατεύθυνση μόλις μια ανάσα μακριά, έρχεται ένα άλλο τρένο. Τα δάκρυα κυλάνε ήσυχα τώρα πια. Τώρα ξέρω ποιο είναι αυτό το τρένο, τώρα καταλαβαίνω. Βλέπω την αλήθεια μπροστά μου με την ίδια δύναμη που το άλλο τρένο κατευθύνεται πάνω μας.
Κατά την διάρκεια της σύγκρουσης, σκορπίζονται όλα. Δεν υπάρχει καυτή ανάσα, δεν μου αγγίζει κανείς τα μαλλιά, δεν ανοίγει καμία πόρτα τρίζοντας, δε φοβάμαι κανένα σκοτάδι. Δε φοβάμαι τίποτα. Το φως είναι τόσο εκτυφλωτικό που με λυτρώνει κι ας μην μπορώ να το κοιτάξω.
4.05 π.μ. Οι λιγοστοί άνθρωποι που περιμένουν το τρένο να έρθει, βλέπουν έκπληκτοι μπροστά στα μάτια τους μία κοπέλα να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες και να πηδά στις ράγες συνεχίζοντας να τρέχει προς την κατεύθυνση του τρένου ενώ αυτό ακούγεται από λίγο πιο μακριά να έρχεται...
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου