24 Απρ 2018

¨Σκιές του Μυαλού" από τη Σοφία Κραββαρίτη


Ήταν πολύ καιρό κλεισμένος μέσα στο σπίτι. Άνθρωπο δεν ήθελε να δει μπροστά του. Μάταια οι φίλοι του, του ζητούσαν επίμονα να τους ακολουθήσει σε κάποια έξοδό τους, μάταια και η σύντροφός του παρακαλούσε, ζητιάνευε μάλλον την προσοχή του. Δεν ήθελε τίποτα. Τους είχε βαρεθεί όλους. Ακόμα κι εκείνη. Αυτό που πραγματικά είχε ανάγκη, ήταν να περπατήσει στους δρόμους της ψυχής του. Μόνος του. Κάτι τον καλούσε, κάτι έπρεπε ν' ανακαλύψει. Δεν γνώριζε τι, εκείνο που ήξερε όμως, ήταν πως βρισκόταν κάπου εκεί και τον περίμενε.
Τον έλεγαν Ντάστιν και αγαπούσε την ζωγραφική. Ο Νταλί ήταν ο αγαπημένος του ζωγράφος. Θα του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει και αυτός και λυπόταν που οι ικανότητές του δεν ήταν αρκετές ούτε για να τραβήξει μια ίσια γραμμή με χάρακα. Σκεφτόταν τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, να αισθανθεί καλύτερα, να του γεμίσει τα κενά, να του δώσει ένα νόημα ύπαρξης. Το μάτι του έπεσε στη βιβλιοθήκη και τα βιβλία της Τζόαν.
"Ας μου πει κάποιος τι διάολο καταλαβαίνει που χαραμίζει τόσες ώρες διαβάζοντας. Και κυρίως ας μου πει κάποιος τι στο καλό σκεφτόμουν όταν την άφηνα να τα κουβαλάει όλα εδώ" σκέφτηκε έχοντας ακόμα καρφωμένο το βλέμμα του πάνω τους.Σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε την βιβλιοθήκη. Στάθηκε μπροστά της και διάβασε κάποιους τίτλους. Αναρωτιόταν πως μπορεί κάποιος να καθίσει και να γράψει ένα βιβλίο. Μα ολόκληρο βιβλίο; Μήνυμα να του έλεγες να γράψει στο κινητό, βαριόταν.
"Ένας θεός ξέρει τι πρέζα παίρνουν" αποφάνθηκε φωναχτά. "Και η Τζόαν λέει πως χάνεται μέσα στα βιβλία. Τι μαλακίες!".
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει σύνεργα ζωγραφικής και να δοκιμάσει την τύχη του. Άλλωστε, δεν θα τα έβλεπε κανείς άλλος, εκτός από τον ίδιο. Στην αρχή έκανε αφηρημένα σχέδια και σιγά σιγά οι εικόνες άρχισαν να γίνονται περισσότερο κατανοητές προς μεγάλη του έκπληξη. Η Τζόαν δεν είχε σταματήσει να τηλεφωνεί και να στέλνει μηνύματα, μέχρι που της είπε πως έχει ανάγκη να μείνει μόνος του.
Ζωγράφιζε σχεδόν όλη μέρα παρασυρόμενος από το πάθος της δημιουργίας. Οι πίνακες γίνονταν πλέον δύσκολο να ερμηνευτούν μιας και είχε αποφασίσει να αποτυπώσει στον καμβά, όλα όσα είχε στην ψυχή του. Το παράδοξο ήταν πως τελικά είχε εκπληκτικό ταλέντο. Όσο πιο πολύ ζωγράφιζε, τόσο απογύμνωνε την ψυχή του, την άφηνε εκτεθειμένη στα μάτια του, έρμαιο στις σκέψεις του. Και μπορεί κάποιες στιγμές να τον τρόμαζε όλο αυτό, ένιωθε όμως και μια πρωτόγνωρη ελευθερία όσο το πινέλο βουτούσε στην ψυχή του και μετά σκαρφάλωνε πάνω στον καμβά γεμίζοντάς τον όσα ποτέ δεν είπε, ποτέ δεν παραδέχτηκε, ποτέ δεν ομολόγησε.
Ένα βράδυ είδε ένα δάσος στον ύπνο του. Ήταν όμως περίεργο, όχι το κλασσικό με τα πράσινα δέντρα και το πλούσιο φύλλωμά τους. Αυτό ήταν αλλιώτικο, τα δέντρα του θύμιζαν νεκρή γη και στο ύψος που ήταν το τελείωμα τους, έγερναν και έκλειναν μεταξύ τους. Αλλά και το έδαφος, δεν ήταν κοινό. Μπορούσε να δει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται, σα να περπατούσε πάνω σε λίμνη. Βάδιζε σκυφτός και στηριζόταν σ' ένα μπαστούνι. Μάλλον δεν άντεχε το βάρος των σκέψεών του, ίσως και της ίδιας της ζωής του.
Δεν του άρεσε ποτέ το δάσος, ίσως επειδή ήταν κλειστοφοβικός. Όσο για το καθρέφτισμα, δεν άντεχε να βλέπει τον εαυτό του, πόσο μάλλον να τον αντιμετωπίσει. Ήθελε να φύγει από εκεί το συντομότερο, πνιγόταν, ένιωθε την ανάγκη να βρεθεί στη θάλασσα που αγαπούσε, δεν υπήρχε όμως θάλασσα στο όνειρό του, ούτε καταλάβαινε πως κοιμόταν. Συνέχισε να περπατά όλο και πιο βαθιά στο δάσος, ψάχνοντας τρόπο να βγει από εκεί. Φοβόταν πολύ και άρχισε να ουρλιάζει, ώσπου άκουσε την Τζόαν να τον φωνάζει. Η ανακούφιση που αισθάνθηκε ήταν προσωρινή. Δεν την έβλεπε, ούτε μπορούσε εκείνη να τον ακούσει.
Η Τζόαν είχε μπει με τα κλειδιά της, αφού προηγουμένως είχε χτυπήσει το κουδούνι και δεν της άνοιγε κανείς, για να πάρει κάποια βιβλία της. Τον φώναξε, αλλά ο Ντάστιν δεν ήταν εκεί. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα σιγά σιγά και έμεινε άναυδη αντικρίζοντας την υπέροχη τοιχογραφία. Αναρωτιόταν πότε να την έφτιαξαν άραγε μη μπορώντας ν' αποτραβήξει το βλέμμα της από την υπέροχη δημιουργία.
Απεικόνιζε έναν άντρα που περπατούσε σκυφτός σ' ένα δάσος που θύμιζε νεκρή γη. Στηριζόταν σ' ένα μπαστούνι και το είδωλό του καθρεφτίζονταν στο υγρό έδαφος. Είχε γυρισμένη την πλάτη, αλλά μπορούσες να διακρίνεις την θλίψη του από την στάση του σώματός του. Ήταν από τις εικόνες που ένιωθες να σου μιλούν και ν' αγγίζουν την ψυχή σου. Σχεδόν πόνεσε με την μελαγχολική φιγούρα του θλιβερού δάσους.
Την χάζεψε μερικές στιγμές ακόμα και τράβηξε για την βιβλιοθήκη. Πήρε τα βιβλία της και έφυγε λυπημένη που δεν τον είχε βρει εκεί για να μιλήσουν.
Ο Ντάστιν συνέχισε να περπατά, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στο δάσος...

Σ.Κραββαρίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου