21 Μαρ 2018

"Της Νύχτας Μυστικά" από τη Σμαραγδή Μητροπούλου

Άρωμα Περγαμόντο


Έλεγα να ρίξω την αυλαία κι ας μείνει η παράσταση μισή....και θα έφευγα αθόρυβα, κρυμμένη στις σκιές, ψάχνοντας μιαν άλλη Ιθάκη. Μα η ψυχή μου κραύγαζε: Μείνε....η Ιθάκη σου είναι εδώ κι ας φαίνεται πτωχή μα και τραχιά κάποιες φορές. Κι απάντησα στη νύχτα: Θα μείνω! Μέχρι τη στιγμή που πια ουρανός δε θα υπάρχει!
«Μέχρι τη στιγμή που πια ουρανός δε θα υπάρχει», είπε σιγανά κι άφησε το στυλό στην άκρη.
Είχε αρχίσει να πέφτει σκοτάδι…
Άνοιξε τη ντουλάπα της. Τι να διαλέξω για απόψε; σκέφτηκε.  
Πέρασε στα πόδια της ένα μαύρο καλσόν, φόρεσε ένα φόρεμα μπορντό λίγο πάνω απ’ το γόνατο και κρέμασε στο λαιμό της ένα μακρύ, ασημένιο κολιέ. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν όμορφη, σωστό θηλυκό!
Έβαλε ένα ποτό. Άγγιξε το ποτήρι με τα χείλη της κι άφησε το καυτό υγρό να κυλήσει ως τα σωθικά της.  Πέρασε τη γλώσσα της πάνω απ’ τα χείλη της και πήρε μερικές σταγόνες που τρεμόπαιζαν στις άκρες τους. 
Με αργές κινήσεις έκλεισε πίσω της την πόρτα.

***
Την κρατούσε σφιχτά πάνω του από τους γλουτούς και μπαινόβγαινε μέσα της, με κινήσεις άλλοτε αργές κι άλλοτε πιο γρήγορες. Τα μαλλιά της είχαν σχεδόν καλύψει το πρόσωπό του, η ανάσα της έκαιγε το λαιμό του… ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από τα ολόγυμνα κορμιά τους… οι ανάσες τους γίνονταν όλο και πιο κοφτές… μέχρι που ο αναστεναγμός κατέληξε σε μία δυνατή κραυγή… και τα δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια της και μούσκεψαν τα μάγουλά της.
Έγειρε ξέπνοη στον ώμο του. Εκείνος άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια δυο ρουφηξιές κι ύστερα της το έδωσε.
«Μην κλαις!» της είπε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Είσαι υπέροχη… θεά του φεγγαρόφωτου!»
Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται.
«Θα σε ξαναδώ;» τη ρώτησε με αδημονία στο βλέμμα.
Κούνησε το κεφάλι της αόριστα.
Τη βοήθησε να βάλει το παλτό της.,
«Μοσχοβολάς σαν άνοιξη!» της είπε.
***

Αυτό γινόταν σχεδόν πάντα. Περιέφερε τις νύχτες το κορμί της σε αγκαλιές δανεικές, σε έρωτες που γλιστρούσαν από πάνω της με το πρώτο φως. Στον κόρφο της μοναχά κρατούσε τη μοσκοβολιά από το περγαμόντο, από ΕΚΕΙΝΟΝ, που κάποτε την είχε ολάκερη διαποτίσει.
Άρωμα περγαμόντο! Ένα κομψό μπουκάλι με λευκά λουλούδια, ένα ντροπαλό βλέμμα, δύο μάγουλα ελαφρά κοκκινισμένα κι ένα χέρι που έτρεμε ελαφρά την ώρα που της το πρόσφερε.
«Μάτια μου! Πού να ‘σαι τώρα;» αναρωτήθηκε.
Δεν μπορείς ποτέ να ξεπεράσεις τον ένα και μοναδικό έρωτα… τον άπιστο έρωτα… τον έρωτα ψεύτη… κι ενώ ξέρεις τη γυμνή αλήθεια, είσαι και παραμένεις κοντά του για πάντα, μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος… γιατί είναι όλο σου το είναι! άκουσε μία φωνούλα μέσα της.
«Δεν ήταν έτσι… όχι δεν ήταν έτσι…», φώναξε.
ΕΚΕΙΝΟΣ είχε περάσει στην απέναντι όχθη, σ’ έναν κόσμο που λουζόταν από το δικό του μοναδικό φως. Δεν την πλήγωσε… δεν την πρόδωσε… απλά… δεν μπορούσε! Μα την αγάπαγε, ναι, την αγάπαγε, με το δικό του μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο… το ένιωθε… το αφουγκραζόταν… κι ας υπήρχε αυτή η απέραντη σιωπή.
«Μακάρι ποτέ… ποτέ να μη διαισθανθείς πώς… πώς περνάν οι νύχτες…», μονολόγησε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.
***
Το ξημέρωμα τη βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα ρούχα, να κρατά στα χέρια της ένα μπουκάλι άρωμα περγαμόντο. Στο πρόσωπό της είχε απομείνει ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο…
Η αυλαία είχε πέσει…
Την ίδια ώρα, στον κόσμο του φωτός, ένα δάκρυ κρυστάλλινο ταξίδεψε πάνω σ’ ένα άσπρο σύννεφο και προσγειώθηκε στην αγκαλιά της… για πάντα.!
                                                                     Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου