Τις
Φθινοπωρινές ανατολές τις περνούσε πάντα στην προβλήτα. Και όχι σε μία
οποιαδήποτε προβλήτα, αλλά στην "προβλήτα με τα δέντρα" όπως την
αποκαλούσε. Ντυμένη με τα πεσμένα φύλλα, έμοιαζε με θλιβερό κάδρο που
περίμενε ένα ζεστό βλέμμα να χαϊδέψει τη δυστυχία του. Κι εκείνος σα να
το `ξερε, ήταν πάντα εκεί. Να μελαγχολεί μαζί του. Ο μόνος λόγος που
έμενε ζωντανός, ήταν εκείνος ο ήλιος που κρυφοκοίταζε
πριν βγει, ελέγχοντας πως ήταν όλα έτοιμα να τον υποδεχτούν. Η φύση
ξυπνούσε μ` ένα νωχελικό χασμουρητό, ανυπομονώντας ν` αποτινάξει το
σκοτάδι από πάνω της.
"Καλημέρα" του έλεγε γλυκά, αφού προηγουμένως μικρές δροσοσταλίδες τής χάιδευαν τη γλυκιά της όψη για να ξυπνήσει καλά.
Ο ήλιος έκανε την είσοδό του εντυπωσιακά, ντύνοντας την πλάση όλη με τα υπέροχα χρώματά του, χαρίζοντας απλόχερα την ομορφιά στο βαρύ τοπίο του Φθινοπώρου. Αυτό τον κρατούσε. Εκείνος ο ήλιος. Κι εκείνα τα κόκκινα σαν αίμα, φύλλα στην προβλήτα. Έφτανε εκεί κάθε μέρα με τον καφέ και τα τσιγάρα του. Οι κινήσεις του πια, μηχανικές. Στεκόταν λίγο πιο πίσω από τα δέντρα και το μάτι του φυλάκιζε όλο το πλάνο. Το θέαμα ήταν πανέμορφο, δεν τον ένοιαζε αυτό όμως. Έκανε το πρώτο του τσιγάρο εκεί σε αυτή τη θέση. Τραβούσε γενναίες ρουφηξιές και κρατούσε τον καπνό στα πνευμόνια του. Λίγος καπνός δραπέτης έβρισκε την ελευθερία του από την μύτη του και έφευγε μακριά πριν προλάβει να τον αιχμαλωτίσει ξανά. Δεν τον ένοιαζε. Είχε αρκετές τζούρες ακόμη να κρατήσει ομήρους. Έπινε τον καφέ του αργά. Μαύρος σαν τα σωθικά του. Πιθανόν και σαν τα πνευμόνια του. Μετά το πρώτο τσιγάρο περπατούσε ως την αρχή της προβλήτας. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Μόνο οι συσπάσεις των χειλιών του που και που, μαρτυρούσαν πόνο, ίσως και αγωνία. Άναβε το δεύτερο τσιγάρο και ακολουθούσε την ίδια τελετουργία. Ο κατάμαυρος καφές λιγόστευε κι αυτός. Πριν προχωρήσει να φτάσει στην άκρη της προβλήτας, κοίταζε πάντα τα πεσμένα φύλλα στα πόδια του. Και πάντα το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Στην άκρη της προβλήτας έφτανε πάντα με αργά βήματα. Έβγαζε τον συνηθισμένο αναστεναγμό και καθόταν κάτω στο υγρό και παγωμένο ξύλο. Το βλέμμα του καρφωμένο μακριά. Παρακολουθούσε τον ήλιο που ανέβαινε για να κάτσει στον ουράνιο θρόνο του.
"Για σένα είναι πάντα αρχή" μουρμούριζε κάθε, μα κάθε φορά.
Βλέποντάς τον να έχει παραδώσει πια την παλέτα του στη φύση και να συνεχίζει την ανοδική του πορεία, το δάκρυ του έβγαινε ακολουθώντας ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάθε, μα κάθε φορά.
"Γιατί;" ψιθύριζε θλιμμένα, "γιατί; Αφού σε μια ανατολή μου είπες πως θα ξανάρθεις..."
"Καλημέρα" του έλεγε γλυκά, αφού προηγουμένως μικρές δροσοσταλίδες τής χάιδευαν τη γλυκιά της όψη για να ξυπνήσει καλά.
Ο ήλιος έκανε την είσοδό του εντυπωσιακά, ντύνοντας την πλάση όλη με τα υπέροχα χρώματά του, χαρίζοντας απλόχερα την ομορφιά στο βαρύ τοπίο του Φθινοπώρου. Αυτό τον κρατούσε. Εκείνος ο ήλιος. Κι εκείνα τα κόκκινα σαν αίμα, φύλλα στην προβλήτα. Έφτανε εκεί κάθε μέρα με τον καφέ και τα τσιγάρα του. Οι κινήσεις του πια, μηχανικές. Στεκόταν λίγο πιο πίσω από τα δέντρα και το μάτι του φυλάκιζε όλο το πλάνο. Το θέαμα ήταν πανέμορφο, δεν τον ένοιαζε αυτό όμως. Έκανε το πρώτο του τσιγάρο εκεί σε αυτή τη θέση. Τραβούσε γενναίες ρουφηξιές και κρατούσε τον καπνό στα πνευμόνια του. Λίγος καπνός δραπέτης έβρισκε την ελευθερία του από την μύτη του και έφευγε μακριά πριν προλάβει να τον αιχμαλωτίσει ξανά. Δεν τον ένοιαζε. Είχε αρκετές τζούρες ακόμη να κρατήσει ομήρους. Έπινε τον καφέ του αργά. Μαύρος σαν τα σωθικά του. Πιθανόν και σαν τα πνευμόνια του. Μετά το πρώτο τσιγάρο περπατούσε ως την αρχή της προβλήτας. Το πρόσωπό του ανέκφραστο. Μόνο οι συσπάσεις των χειλιών του που και που, μαρτυρούσαν πόνο, ίσως και αγωνία. Άναβε το δεύτερο τσιγάρο και ακολουθούσε την ίδια τελετουργία. Ο κατάμαυρος καφές λιγόστευε κι αυτός. Πριν προχωρήσει να φτάσει στην άκρη της προβλήτας, κοίταζε πάντα τα πεσμένα φύλλα στα πόδια του. Και πάντα το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Στην άκρη της προβλήτας έφτανε πάντα με αργά βήματα. Έβγαζε τον συνηθισμένο αναστεναγμό και καθόταν κάτω στο υγρό και παγωμένο ξύλο. Το βλέμμα του καρφωμένο μακριά. Παρακολουθούσε τον ήλιο που ανέβαινε για να κάτσει στον ουράνιο θρόνο του.
"Για σένα είναι πάντα αρχή" μουρμούριζε κάθε, μα κάθε φορά.
Βλέποντάς τον να έχει παραδώσει πια την παλέτα του στη φύση και να συνεχίζει την ανοδική του πορεία, το δάκρυ του έβγαινε ακολουθώντας ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάθε, μα κάθε φορά.
"Γιατί;" ψιθύριζε θλιμμένα, "γιατί; Αφού σε μια ανατολή μου είπες πως θα ξανάρθεις..."
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου