7 Φεβ 2018

"Της Νύχτας Μυστικά" από τη Σμαραγδή Μητροπούλου

Ένα κουτί...μια ζωή (Μέρος 3ο)




Η Κλάρα έσπρωξε το κουτί στην άκρη.
«Η ζωή μου έχασε κάθε νόημα τη μέρα που βρήκα τη Λούσι να… κοιμάται. Εσύ, μ’ εκείνες τις ηρεμιστικές σταγόνες που έπαιρνα, την είχες κοιμίσει… για πάντα», ψιθύρισε. «Ήθελα να βουλώσω τα αυτιά μου, να μην σ’ ακούω,  να μην ακούω τίποτα! Κι ας εκλιπαρούσες τη συγνώμη μου! Σε καταδίκασαν! Εγώ φταίω για όλα. Αν σου είχα δώσει στοργή κι αγάπη, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα δενόσουν μαζί της τόσο παθιασμένα, τόσο απελπισμένα. Κι εκείνη ακόμα θα ζούσε. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο! Άργησα πολύ! Κι απόψε όλα τελειώνουν!»
Αναστέναξε βαθειά και κοίταξε γύρω της.

«Μπίλι… τώρα θυμάμαι. Φορούσες κι εσύ μερικές φορές κόκκινα χρώματα, για να με ευχαριστήσεις. ΄Άλλο αν εγώ έβρισκα τη συμπεριφορά σου περίεργη! Ήσουν, τελικά, ο μόνος που είχε καταλάβει πόσο λάτρευα το κόκκινο χρώμα».
Έριξε μια ματιά στο ρολόι της κι άρχισε να χτυπά την πόρτα με το χέρι της.
Ίσως έχω ακόμα χρόνο… Προλαβαίνω; Προλαβαίνω; σκέφτηκε.
«Έφυγε! Δεν τον πρόλαβες», ακούστηκε η φωνή ενός νοσοκόμου απ’ έξω.
Ήταν σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της. «Όχι, όχι, δε σε πιστεύω», φώναξε η Κλάρα. Ένα δυνατό γέλιο ήταν η απάντηση. «Γιατί γελάς;» ρώτησε η Κλάρα με θυμό.«Έχασες την αίσθηση του χρόνου; Σκοτείνιασε έξω»
Η Κλάρα έτρεξε προς το παράθυρο. Πράγματι, ο ήλιος είχε δύσει.
Από μακριά ακούστηκε πένθιμος ήχος καμπάνας. Η Κλάρα βούλωσε με τα χέρια της τα αυτιά της.
Σταματήστε! Σταματήστε! παρακαλούσε από μέσα της.
Ο ήχος σταμάτησε. Με δειλά βήματα πλησίασε το κομοδίνο και άναψε το πορτατίφ. Και τότε είδε απλωμένο πάνω στο κρεβάτι της ένα κόκκινο φουλάρι.
Πώς βρέθηκε αυτό εδώ; αναρωτήθηκε.
Το πήρε στα χέρια της και το εξέτασε προσεκτικά. Μα ναι! Ήταν εκείνο το κόκκινο, μεταξωτό φουλάρι που της είχε χαρίσει ο Μπίλι σε κάποια γενέθλιά της, το φουλάρι που είχε παραμείνει ξεχασμένο σ’ ένα συρτάρι στη ντουλάπα της.
«Μπίλι; Μπίλι, γιε μου, είσαι εδώ;»
Έφερε το φουλάρι κοντά στο μάγουλό της, το χάιδεψε απαλά κι ύστερα το φόρεσε στο λαιμό της.
«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου, σ’ αγαπώ», ψιθύρισε κι έστειλε ένα φιλί στον αέρα.

******
Οι δυο λευκοντυμένες μορφές παρακολουθούσαν αθέατες σε μια γωνιά του κήπου.
«Συγχώρεσέ με!» ψέλλισε ο Μπίλι με σκυμμένο κεφάλι στην αδελφή του. «Είχα για σένα αισθήματα ανομολόγητα. Σου στέρησα τη νιότη, σου στέρησα τη ζωή».
«
Κάτι σαν την ωραία κοιμωμένη ένα πράγμα, μόνο που δεν με ξύπνησε κανένα φιλί εμένα», είπε η Λούσι.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
«Σ’ αγαπώ, αδελφέ μου, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Πόσο πόνεσες κι εσύ!»
«Σου στέρησα τη νιότη, σου στέρησα τη ζωή», ξανάπε εκείνος.
«Διψούσες γι’ αγάπη… άλλο αν…..»
Ο Μπίλυ δεν μίλησε. Η Λούσι πήρε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά.
«Είσαι έτοιμος;» τον ρώτησε.
Εκείνος έγνεψε «ναι» με το κεφάλι.
Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν στα μάτια, χαμογέλασαν κι ύστερα πέταξαν ψηλά.

ΤΕΛΟΣ
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018

 

1 σχόλιο:

  1. Συγκινητικό!''...Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο...΄΄!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή