21 Φεβ 2018

"Της Νύχτας Μυστικά" από τη Σμαραγδή Μητροπούλου

Μπλε Γραμμή (Μέρος Α)




Τις νύχτες κάτι αδιόρατο με κάνει να ξαγρυπνώ
σαν ξημερώνει είναι λιγότερη η μοναξιά….
Πρωινό Σαββάτου, σχεδόν επτά. Πιστός στην προσφιλή του συνήθεια, ο Πέτρος σηκώθηκε νωρίς. Στην κουζίνα τον περίμενε ήδη αχνιστός, μαζί με ένα πιατάκι φρέσκα κουλουράκια, ο καφές από τα χέρια της κυρα-Ασημίνας, που χρόνια τώρα φρόντιζε και περιποιόταν το εργένικο σπιτικό του.
Τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο κι άρχισε να πίνει τον καφέ του με αργές γουλιές, παρατηρώντας την ανατολή του ήλιου.  ΄Εξω στο κηπάκι,  η κυρα-Ασημίνα μάζευε με τη σκούπα κι έριχνε μέσα σε μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών τα κίτρινα φύλλα από τα δέντρα. Της έγνεψε με το χέρι, λέγοντας «καλημέρα» κι ύστερα, άφησε το φλιτζάνι στην άκρη και, δαγκώνοντας αργά ένα κουλουράκι, άνοιξε το πακέτο που του είχε φέρει την προηγούμενη μέρα ο ταχυδρόμος. 
Ξεφύλλισε με αργές κινήσεις τις σελίδες του περιοδικού, χαμογέλασε αχνά, όταν είδε το άρθρο του και το άφησε στην άκρη.

  Τι μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό; αναρωτήθηκε.
Τίναξε το κεφάλι του, σαν να ήθελε να το απαλλάξει από οποιαδήποτε σκέψη. Σε λίγο θα τέλειωνε το πρωινό του, θα πήγαινε μέχρι την Αποκάλυψη να συζητήσει με τον πατέρα- Θεοφάνη για την αυριανή λειτουργία και ύστερα θα επέστρεφε στο σπίτι για να κλειστεί στο γραφείο του, να συγγράψει και να μελετήσει.  Το απογευματάκι ίσως να έκανε τον περίπατό του. Γιατί ο Πέτρος απολάμβανε ιδιαίτερα τους μοναχικούς περιπάτους στη φύση μέσα από μονοπάτια ξεχασμένα απ’ το χρόνο.
Eκείνο που τον μάγευε ιδιαίτερα, ήταν μια πολύ ξεχωριστή τοποθεσία έξω από τη Σκάλα, γεμάτη ουρανό και θάλασσα, ενώ ένα μικρό, λιγάκι απότομο στενό, πίσω από ένα σπιτάκι, που τον περισσότερο καιρό παρέμενε κλειστό, οδηγούσε κάτω στην παραλία. 
Εκεί στεκόταν και θαύμαζε το τοπίο κι όταν ο καιρός ήταν καλός κατέβαινε το μονοπάτι και  καθόταν στην άμμο ακολουθώντας με το βλέμμα τη γραμμή της θάλασσας... κι ήταν ένα χρώμα βαθύ μπλε….
Δεν ήταν βέβαια ο μόνος που ένιωθε συνδεδεμένος με το μέρος αυτό.
Εκεί πήγαινε συχνά και ο Μάνος, έστηνε το καβαλέτο του και αποτύπωνε με χρώματα, άλλοτε τη θάλασσα (ήρεμη ή φουρτουνιασμένη) κι άλλοτε τη λεπτομέρεια ενός μικρού λουλουδιού κρυμμένου μέσα στα χορτάρια.
Ο Πέτρος χαμογέλασε στη σκέψη του νεαρού που δάμαζε τα άπειρα χρώματα με το πινέλο του  και τις βυζαντινές μελωδίες με τη φωνή του. Τις Κυριακές έψελναν δίπλα δίπλα στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης.
«Τι θες να σου φτιάξω για το μεσημέρι, κυρ-Πέτρο μου;» η φωνή της κυρα-Ασημίνας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ε;» έκανε.
«Τι να σου φτιάξω για το μεσημέρι;» ξαναρώτησε η γυναίκα.
«Χμ… ό,τι καλύτερο νομίζεις εσύ!», είπε ο Πέτρος, ενώ στο μυαλό του τριβέλιζαν διάφορες σκέψεις.
Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του και το έχωσε στην τσέπη του.
Ένας ζεστός φθινοπωρινός ήλιος (κι ας ήταν σχεδόν τέλη Νοέμβρη) τον υποδέχτηκε, σαν βγήκε απ’ το σπίτι.  Θα’ θελε πάρα πολύ να κάνει τη διαδρομή μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης με τα πόδια, όμως δεν ήθελε ν’ αφήσει τον πατέρα-Θεοφάνη να περιμένει.
Καθώς βάδιζε προς τη στάση του λεωφορείου, το βήμα του κόντυνε λίγα μόλις μέτρα έξω από το ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ, το μαγαζί με τις αντίκες και τα έργα τέχνης, που βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της μικρής πλατείας.
Με το πρόσωπο σχεδόν κολλημένο στο τζάμι, να παρατηρεί τη θαλασσογραφία που δέσποζε στη βιτρίνα, ο Μάνος απορροφημένος στο δικό του κόσμο!. Και δίπλα του… εκείνη! Η Ανθή…! Να του μιλά χαμογελαστή…!
(συνεχίζεται)
Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου