(Συμμετοχή στον Χριστουγεννιάτικο Διαγωνισμό Γραφής)
Ένας
ολοπράσινος κήπος γιομάτος από οπωροφόρα δέντρα, κατάφορτα από ευλογημένους
καρπούς. Οι πορτοκαλιές και οι μανταρινίτσες στις δόξες τους αυτήν την εποχή
και όχι μόνον για τους λόγους που είναι ευνόητοι, αλλά και για μια πρόταση της
κυρίας του σπιτιού που μας γοήτευσε.
ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΈΛΑΤΟ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ, ΜΕ ΤΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙΤΣΑ
ΤΗΣ.
Καταπράσινη,
κατάφορτη με χρυσές μπαλίτσες και ανάμεσα στα κλαδιά της λαμπιόνια που
αναβοσβήνουν στον ρυθμό της Χριστουγεννιάτικης μουσικής, Μια εικόνα ειδυλλιακή
μέσα στην έναστρη Χειμωνιάτικη νύχτα. Στη βάση του πανέμορφου μοσχοβολιστού
δέντρου, μια Φάτνη κατάλληλα προστατευμένη από τη βροχή που τούτες τις μέρες
πέφτει άφθονη.
Μου εκμυστηρεύτηκε η φίλη, ότι δεν άντεχε
πια να βλέπει δάση ολόκληρα από ‘’μωρά’’ έλατα, πεταμένα στους δρόμους με τα
πέρας των εορτών. Για έναν ολόκληρο μήνα ή και λίγο πάρα πάνω, τα δεντράκια τα
αγαπάμε, τους τραγουδάμε, τα στολίζουμε
όντας ήδη νεκρά κομμένα βίαια από το φυσικό τους περιβάλλον, ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΑ ΞΕΧΝΑΜΕ
ΌΛΑ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΏΡΑ ΝΑ ΈΡΘΕΙ ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΤΟΥ Δήμου να τα μαζέψει για
να μην δίνουν έστω αυτήν την απάνθρωπη εικόνα της απονιάς. Τόση ομορφιά, θυσία
στο βωμό του ανθρώπινου εγωισμού, της ανθρώπινης ευχαρίστησης, όπως ακριβώς με
τα πουλερικά και τα αρνιά το ΠΑΣΧΑ.
Το πιτσιρίκι του σπιτιού ξετρελαμένο από
αυτήν την αλλαγή και ίσως με περισσότερες ευαισθησίες από τους μεγάλους,
λάτρεψε το πρωτότυπο Χριστουγεννιάτικο δέντρο της. Τις μέρες των διακοπών, πού
την εύρισκες και πού την έχανες να κάνει συντροφιά στην μανταρινίτσα, να της
τραγουδάει τραγούδια γιορτινά και να την ευχαριστεί που της επέτρεπε να τρώει
τους γλυκόξινους καρπούς της ξεκουράζοντάς την όπως έλεγε, από το μεγάλο βάρος
που έκαναν τα κλαδάκια της να γέρνουν. Και πράγμα περίεργο, όπως ισχυριζόταν η
μικρή, η μανταρινίτσα θαρρείς και ανταποκρινόταν στην αγάπη του παιδιού. Γιατί
όχι; Μια ζωντανή ύπαρξη ήταν και αυτή, τίποτα πεθαμένο πάνω της, τίποτα το
κιτσάτο το φτιαχτό και το ειδωλολατρικό στο κάτω κάτω.
Και την Παραμονή της Άγιας Μέρας, αφού της έψαλε
τα κάλαντα, πιάνει ένα χιόνι που δεν έβλεπες στα δύο μέτρα.
Αναστατώθηκε
το παιδί.
Γρήγορα
μαμά, μπαμπά, να την σκεπάσουμε μη μας κρυώσει. Και παρά τις διαβεβαιώσεις περί
του αντιθέτου των μεγάλων, το μικρό υπέφερε. Μέχρι που τους έπεισε τελικά να
απλώσουν πάνω της ένα τεράστιο λευκό σεντόνι.
Το
πρωί, σαν ξημέρωσαν Χριστούγεννα με έναν υπέρλαμπρο ήλιο να υπόσχεται
καλοκαιρία τράβηξαν το σεντόνι από πάνω της όπως ακριβώς κάνουμε με τα
αποκαλυπτήρια ενός αγάλματος, αυτήν την ιεροτελεστία θύμιζε η σκηνή, και η
μικρούλα είχε την αίσθηση ότι η μανταρινίτσα σκόρπισε γύρω της πιο μεγάλη
μοσχοβολιά, σε ένδειξη ευχαριστίας που την αγαπούσαν, που την πρόσεχαν, που την
περιποιόντουσαν αυτοί οι ευαίσθητοι
άνθρωποι που είχε την τύχη να ζει κοντά τους.
Η
Μικρούλα την αισθανόταν φίλη της, τής έλεγε
ως και τα μυστικά της, ακόμη και για τα πρώτα σκιρτήματα της Αγάπης για ένα
συμμαθητή της τής εμπιστεύτηκε…
«Χρόνια
πολλά μανταρινίτσα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου