24 Ιαν 2018

"Της Νύχτας Μυστικά" από τη Σμαραγδή Μητροπούλου

Ένα κουτί...μια ζωή (Μέρος Α')



Στους τοίχους του δωματίου 23 της πολυτελούς νευρολογικής κλινικής “Saint Mary” της μικρής πόλης Α…, κάπου στα βόρεια της Νέας Αγγλίας, κυριαρχούσε το κόκκινο σε διάφορες αποχρώσεις, άλλες πιο απαλές κι άλλες πιο έντονες. Ακόμα κι οι κουρτίνες, το κάλυμμα του καναπέ, τα σκεπάσματα του κρεβατιού είχαν το κόκκινο χρώμα της φωτιάς.
Η “ένοικος” του, η Κλάρα, περνούσε ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ιδιαίτερα όταν σουρούπωνε.  Έτσι και τώρα, καθόταν στην ίδια θέση, με βλέμμα ανέκφραστο, ψιθυρίζοντας με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Απόψε! Απόψε! Απόψε!»

Το δυνατό, διαπεραστικό γάβγισμα ενός σκύλου διέκοψε προς στιγμή τους ρεμβασμούς της.
«Ποιος είναι; Ποιος; Γιατί δεν μ’ αφήνετε ήσυχη, επιτέλους; Παλιόσκυλο, φόλα που σου χρειάζεται! Πώς τολμάς να με ταράζεις;» ούρλιαξε.
Άρπαξε ένα μαξιλάρι και το πέταξε στον τοίχο.
«Χάσου από δω, ψοφίμι! Έτσι και πέσεις στα χέρια μου, αλίμονο σου. Θα σε…»
Έκοψε τη φράση της στη μέση. Μάζεψε το μαξιλάρι και το έβαλε στη θέση του.
«Σε λίγο θα σκοτεινιάσει», μουρμούρισε.
Έβγαλε απ’ το συρτάρι του κομοδίνου ένα κουτί, κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα και άναψε το πορτατίφ.
«Πώς το λένε αυτό το τραγουδάκι;» αναρωτήθηκε. «Α ναι… έτσι πάει…..
Μια ζωή σ’ ένα κουτί
Μια ζωή με κόκκινο χρώμα…»
Χάιδεψε το κουτί με τα ακροδάχτυλά της.
 «Μείναμε μόνοι εσύ κι εγώ! Οι δυο μας!» είπε, ανοίγοντάς το.
«Α χα, τι έχουμε εδώ;» αναφώνησε, βλέποντας τη φωτογραφία πάνω πάνω. «Ο σούπερ-Τζακ με τα μακριά μαλλιά και τα σκισμένα μπλου-τζιν! Τι άντρας! Όλες σφάζονταν για πάρτη του. Όλες!»
Το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Ανάθεμά σε, Τζακ! Γιατί μου το ‘κανες αυτό; Αφού μπορούσες να έχεις όποια ήθελες, γιατί εμένα; Μου έσπειρες και τον αναθεματισμένο…! Και τώρα ακόμα, σαν να τους βλέπω, σαν να τους ακούω! “Ό,τι έγινε, έγινε! Θα φέρεις στον κόσμο μια ζωή, Κλάρα!” Και η δική μου ζωή; Δεν μέτραγε πια;»
Γέλασε νευρικά.
«Ο Τζακ και η Κλάρα, η Κλάρα και ο Τζακ! Κι ο Μπίλι, βέβαια! Πώς μπορούσε να λείπει αυτός; Να χαρώ εγώ οικογένεια! Ο Μπίλι και ο Τζακ, ο Τζακ και ο Μπίλι! Ο Μπίλι το φωτοαντίγραφο του Τζακ! Εν μέρει τουλάχιστον! Γιατί…»
Ανακάτεψε τις φωτογραφίες, μέχρι που βρήκε μια άλλη. Την έφερε στα χείλη της.
«Ήταν διαφορετικός! Δεν του έμοιαζε… στην ψυχή εννοώ! Δεν το έβλεπα τότε, δεν μπορούσα να το δω! Ίσως, δεν το είδα ποτέ! Για μένα ο χρόνος είχε σταματήσει τη μέρα που με “πήρε” ο Τζακ με τη βία! Κι ο Μπίλι ήταν το σημάδι του!  Ήσουν πολύ κλαψιάρης μικρός, Μπίλι! Πού ν’ αντέξει ο Τζακ! Πού ν’ αντέξω κι εγώ! Τίποτα δεν ένιωθα… τίποτα δεν ένιωσα! Πάντα… πάντα μου άρεσε το κόκκινο χρώμα! Κι εσύ μου χάρισες ένα κόκκινο φουλάρι… και…».
Έβαλε τις δυο φωτογραφίες στην άκρη και πήρε μια άλλη. Τα μάτια της βούρκωσαν.
«Ευλογημένη η ώρα που μπήκες στη ζωή μου, Τόνι, καλέ μου», είπε. «Κοντά σου ένιωσα ξανά γυναίκα και μάνα. Η Λούσι μας, το αγγελούδι μας!»
Χάιδεψε με το χέρι της τη φωτογραφία του Μπίλυ.
«Εσύ, καημένο παιδί, ήσουν κομμάτι ενός παρελθόντος που μισούσα! Δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω! Και… και δεν μπόρεσα να δω ότι…! Δεν είχα τη δύναμη! Συγνώμη!»
Έσπρωξε το κουτί στην άκρη. Τα γεγονότα των τελευταίων ετών άρχισαν να περνούν σαν ταινία από το μυαλό της.
(συνεχίζεται)

Copyright, Σμαραγδή Μητροπούλου, 2018

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου