2 Ιαν 2018

"Τα Μολυβένια Στρατιωτάκια" από τη Μαριάντζελα Ψωμαδέλλη



(Στη 2η θέση του διαγωνισμού μας βρέθηκε το κείμενο της Μαριάντζελας Ψωμαδέλλη με τίτλο "Τα μολυβένια στρατιωτάκια")  
 
Ντιν νταν. Ντιν νταν. Μισάνοιξε τα μάτια του. Το πρωινό φως τον τύφλωσε και τον έκανε μονομιάς να τα ξανακλείσει. Κάλλιο να μην ξημέρωνε αυτή η μέρα. Χριστούγεννα. Ποιός να του το’ λεγε ότι φέτος θα τα πέρναγε στη μέση του δρόμου. Κατσούφιασε στη σκέψη των νέων δεδομένων. Πώς τα κατάφερε έτσι;
Στην αρχή έχασε τη γυναίκα του, το στήριγμά του. Ανέλαβε βέβαια ο Θεός να την προσέχει. Τον πήρε όμως από κάτω και δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε να δουλέψει. Έχασε το μαγαζί και το σπίτι του. Ότι βιος του απέμεινε, το ξόδεψε στο πιοτό από το μαράζι του. Στο γιο του δεν είπε κουβέντα για την κατάντια του. Απλά εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Ήταν καλύτερο να τον νομίζει νεκρό παρά να τον δει να κάνει παρέα με ποντίκια και αδέσποτα. Άλλωστε, ο Δημήτρης ζούσε στο εξωτερικό, είχε τη δική του οικογένεια πια και τον επισκεπτόταν πολύ σπάνια.

Ντιν νταν. Αναθεματισμένες καμπάνες. Γύρισε πλευρό κοιτώντας τον τοίχο ενός πολυκαταστήματος. Λόγω της ημέρας ήταν κλειστό και έτσι είχε όλο το χρόνο να κοιμηθεί ανενόχλητος. Ξανάκλεισε τα βλέφαρά του. Μπροστά στα μάτια του ήρθαν θύμισες, σκονισμένες εικόνες των παιδικών του χρόνων. Τα Χριστούγεννα έτρωγε πάντα μαζί με τους γονείς του και μετά άνοιγε τα δώρα του. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και του έφερνε τα πιο παράξενα και σπάνια παιχνίδια από τα μέρη που ταξίδευε.
Μια χρονιά του δώρισε μια συλλογή από δώδεκα μολυβένια στρατιωτάκια. Δώδεκα ψιλόλιγνες φιγούρες με κατακόκκινα σακάκια, μαύρα παντελόνια και ψηλά χρυσά καπέλα. Στα χέρια τους κρατούσαν τα τουφέκια τους και ήταν έτοιμα ανά πάσα στιγμή να ριχτούν στη μάχη. Τα λάτρεψε αυτά τα στρατιωτάκια. Δεν τα αποχωρίστηκε παρά μόνο για να τα χαρίσει με τη σειρά του στο γιο του όταν έκλεισε τα δέκα του χρόνια. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα συνήθιζε να παίζει με δαύτα και σαν παιδί μα κι αργότερα σαν πατέρας. «Ωραία χρόνια» συλλογίστηκε χαμογελώντας πικρά.
Φέτος όλα ήταν καινούρια γι’ αυτόν. Το πεζοδρόμιο, το χαρτόκουτό του, τα κατσιασμένα του σεντόνια, ακόμα και το άπλυτο κορμί του που έζεχνε. Κι αυτός ο Σταύρος δεν σταματούσε να τον φωνάζει από το απέναντι πεζοδρόμιο. Σίγουρα θα ήθελε να μοιραστούνε την τελευταία του μπύρα λόγω της ημέρας.
«Μανώλη, σήκω βρε υπναρά! Αφού είδα πως δεν κοιμάσαι!» του φώναζε με όλη του τη δύναμη.
«Τί θες μωρέ Σταύρο; Άσε με στις σκοτούρες μου χρονιάρα μέρα!» απάντησε εκείνος έχοντας ακόμη στραμμένη τη ράχη του σε αυτόν.
«Σήκω σου λέω! Ένα παλλικάρι είναι εδώ και σε ψάχνει» αποκρίθηκε ο Σταύρος.
Ο Μανώλης πετάχτηκε αμέσως αντικρύζοντας το γιο του λίγα μόλις μέτρα μακριά του. Μια τεράστια ντροπή τον πάγωσε στη θέση του. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ο Δημήτρης διέσχισε το δρόμο και τον πλησίασε. Τον κοίταξε βαθειά στα μάτια και του άπλωσε το χέρι. Μέσα στη χούφτα του υπήρχαν μερικά από τα μολυβένια του στρατιωτάκια.
«Σήκω πατέρα. Πάμε σπίτι μας. Πρέπει να οργανώσουμε τη νέα μας μάχη.»
«Γιε μου» ψιθύρισε δειλά.
«Καλά Χριστούγεννα μπαμπά».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου