Τα
μάτια της έτσουζαν από το λιγοστό φως του κεριού που περιγελούσε την
κουρασμένη όρασή της. Τα έτριψε σφίγγοντας τα χέρια της σε γροθιές και
ένα νωχελικό χασμουρητό απλώθηκε σαν διάφανο πέπλο μέσα στο δωμάτιο,
καλύπτοντας τον χώρο, δίχως να τον ντύνει όμως σα να ήθελε το ίδιο το
μυστήριο να είναι εκτεθειμένο στα μάτια της.
"Εδώ είμαι, δες με... βρες με..." την προκαλούσε μ' ένα σιγανομουρμούρισμα που της γαργαλούσε τις αισθήσεις που είχαν τεθεί όλες σ' επιφυλακή.
"Δες το... βρες το..." προκαλούσε και η ίδια τον εαυτό της κλείνοντας σφιχτά τα μάτια σε μια προσπάθεια να ξεθάψει αναμνήσεις, να λύσει γρίφους, να δει... να βρει...
-Σήκω Κρίστι, ρίξε νερό στο πρόσωπό σου, έτσι μπράβο, τρίψε μαλακά τώρα τους κροτάφους σου- οι άκρες των δαχτύλων της ήδη έκαναν μασάζ στο μυαλό της, έτσι πίστευε τουλάχιστον-γύρνα πίσω και νιώσε... νιώσε... μύρισε- τα αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο θαρρείς πως πήραν ζωή και το υπνωτιστικό άρωμά τους κατέκλυσε τον νου της, αιχμαλώτισε τις αισθήσεις της, κυρίεψε τον χώρο και περίμενε... περίμενε...Κάθισε πάλι στην ξύλινη καρέκλα που την υποδέχτηκε τρίζοντας και όλη της η προσοχή στράφηκε στα κιτρινισμένα φύλλα, τα γεμάτα περίεργα σύμβολα ανακατεμένα με γράμματα, του βιβλίου.
Τέντωσε τον κορμό της προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια χαλαρώνοντας -αυτό είναι Κρίστι- εντελώς. Ένα γλυκό αεράκι τη χάιδεψε τρυφερά και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Ο αισθησιακός χορός ενός ερωτικού αερικού ξεσήκωσε τις σελίδες στον προκλητικό ρυθμό του και σύμβολα και γράμματα αγκαλιάστηκαν ξαναμμένα παραδομένα σ' ένα στροβιλισμό που η Κρίστι έβλεπε μπροστά της -ω, πόσο σου αρέσει Κρίστι- δίχως ν' ανοίξει τα μάτια της. Ένα δέντρο χαραγμένο στην κιτρινισμένη σελίδα, θέλοντας να πάρει και αυτό μέρος στη μαγεία, έστειλε το φύλλωμά του ν' αγγίξει το πρόσωπο, τα στήθη με τις ορθωμένες ρώγες για να καταλήξει πάνω στην κοιλιά της, ερεθίζοντάς την και υγραίνοντας το σκοτεινό της τούνελ που τόσο πολύ περίμενε να έρθει εκείνος -αλήθεια, πόσο περιμένεις Κρίστι; - να το διασχίσει τρέχοντας, ορμητικός σαν χείμαρρος.
Ίσως και να 'ταν απόψε η βραδιά που θα την ελευθέρωνε από τα ισχυρά δεσμά του πόθου -ναι, θα είναι Κρίστι- ίσως επιτέλους το κορμί της να λυτρωνόταν.
Σήκωσε τα χέρια ψηλά έχοντας ακόμα τα μάτια της κλειστά -άνοιξέ τα Κρίστι- και χαμογελάει σ' έναν αόρατο επισκέπτη, σε μια ορατή σκέψη -άνοιξε τα μάτια Κρίστι- και ανοίγει τα μάτια. Ένα κλειδί -όχι οποιοδήποτε κλειδί- αιωρείται πάνω από το κεφάλι της και ανοίγει την αριστερή παλάμη μ' ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σ' ένα κάλεσμα ευτυχίας. Το κλειδί υπακούει και προσγειώνεται στο χέρι της. Την καίει, η φούντωση του κορμιού της όμως είναι μεγαλύτερη. Σκύβει πάνω από το βιβλίο και γυρνάει με ευλάβεια σχεδόν τις σελίδες. Ένα σπίτι στη μία και μϊα πόρτα στην άλλη. Το σκέφτεται για λίγο. Μερικές στιγμές μετά ανοίγει την πόρτα.
Πίσω της είναι μια κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι σιδερένιο μ' ένα περίτεχνο σκαλιστό σχέδιο και πάνω - πάρε ανάσα Κρίστι- εκείνος. Γυμνός με τον σκληρό ανδρισμό του να την καλεί, αλλά και να την οδηγεί σε αυτόν. Τρέχει -λάθος, πετάς Κρίστι- στην αγκαλιά του. Την τραβάει άγρια κοντά του και της ανοίγει με βία τα μουσκεμένα -τελείωσες κιόλας Κρίστι; Είναι νωρίς- σκέλια της. Φωνάζει δυνατά, παρακαλάει -πόσο καυλωμένη είσαι Κρίστι; - να την πάρει, να την κάνει δική του. Της ζητάει το κλειδί. Τα μάτια της είναι πάνω του -όχι πάνω του ψεύτρα Κρίστι, κάτω χαμηλά κοιτάς, ναι.. εκεί Κρίστι, είναι μεγάλο και σκληρό και σου αρέσει- και υπακούει απλώνοντας το ένα της χέρι για να του δώσει το κλειδί και το άλλο για να τον αρπάξει και να τον βάλει στο στόμα της -αχόρταγη Κρίστι- λυσσασμένα.
Ρουφάει με μανία, με λύσσα -θέλεις να γαμηθείς κολασμένα, έτσι δεν είναι Κρίστι; - κολλώντας τα χείλη της πάνω δυνατά. Τελειώνει στο στόμα της και καταπίνει το σπέρμα του, αλλά νιώθει να έχει καταπιεί φλόγες. Κοιτάζει αυτό που ρουφούσε και έντρομη αντικρίζει το πυρρακτωμένο πέος να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να... Σηκώνει τα μάτια -μην το κάνεις Κρίστι- και ουρλιάζει υστερικά, αλλά το ουρλιαχτό της δε βγαίνει πάνω από το τρανταχτό του γέλιο. Τρέχει προς την πόρτα, μα... δεν υπάρχει πόρτα, δεν υπάρχει βιβλίο, το βλέπει σε μια γωνιά να καίγεται.
"ΌΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ..!!!!" ουρλιάζει ακόμη -μη φωνάζεις άλλο Κρίστι- κι εκείνος την τραβάει κοντά του. Το τεράστιο και φλεγόμενο πέος μπαίνει ορμητικό σαν λάβα μέσα της ενώ αυτή παραδίνεται σ' ένα άγριο χορό ουρλιαχτών, την καίει ολόκληρη, βγαίνει πάλι και το κεφάλι του μπαίνει ανάμεσα στα πόδια της βγάζοντας έξω μια διχαλωτή γλώσσα, γελώντας και πάλι δυνατά. Δεν ξέρει πια τι είναι μέσα της, δεν ξέρει αν αυτό που ξεσκίζει το κορμί της όλο είναι γλώσσα με αγκάθια, κέρατα μυτερά ή φλεγόμενο πέος. Δεν έχει πια ζωή, ξέρει όμως πως δεν έχει ούτε θάνατο.
Την γυρίζει βάναυσα μπρούμυτα. Προλαβαίνει να δει σε μια γωνία τις στάχτες ενός βιβλίου...
Σ.Κραββαρίτη
"Εδώ είμαι, δες με... βρες με..." την προκαλούσε μ' ένα σιγανομουρμούρισμα που της γαργαλούσε τις αισθήσεις που είχαν τεθεί όλες σ' επιφυλακή.
"Δες το... βρες το..." προκαλούσε και η ίδια τον εαυτό της κλείνοντας σφιχτά τα μάτια σε μια προσπάθεια να ξεθάψει αναμνήσεις, να λύσει γρίφους, να δει... να βρει...
-Σήκω Κρίστι, ρίξε νερό στο πρόσωπό σου, έτσι μπράβο, τρίψε μαλακά τώρα τους κροτάφους σου- οι άκρες των δαχτύλων της ήδη έκαναν μασάζ στο μυαλό της, έτσι πίστευε τουλάχιστον-γύρνα πίσω και νιώσε... νιώσε... μύρισε- τα αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο θαρρείς πως πήραν ζωή και το υπνωτιστικό άρωμά τους κατέκλυσε τον νου της, αιχμαλώτισε τις αισθήσεις της, κυρίεψε τον χώρο και περίμενε... περίμενε...Κάθισε πάλι στην ξύλινη καρέκλα που την υποδέχτηκε τρίζοντας και όλη της η προσοχή στράφηκε στα κιτρινισμένα φύλλα, τα γεμάτα περίεργα σύμβολα ανακατεμένα με γράμματα, του βιβλίου.
Τέντωσε τον κορμό της προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια χαλαρώνοντας -αυτό είναι Κρίστι- εντελώς. Ένα γλυκό αεράκι τη χάιδεψε τρυφερά και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Ο αισθησιακός χορός ενός ερωτικού αερικού ξεσήκωσε τις σελίδες στον προκλητικό ρυθμό του και σύμβολα και γράμματα αγκαλιάστηκαν ξαναμμένα παραδομένα σ' ένα στροβιλισμό που η Κρίστι έβλεπε μπροστά της -ω, πόσο σου αρέσει Κρίστι- δίχως ν' ανοίξει τα μάτια της. Ένα δέντρο χαραγμένο στην κιτρινισμένη σελίδα, θέλοντας να πάρει και αυτό μέρος στη μαγεία, έστειλε το φύλλωμά του ν' αγγίξει το πρόσωπο, τα στήθη με τις ορθωμένες ρώγες για να καταλήξει πάνω στην κοιλιά της, ερεθίζοντάς την και υγραίνοντας το σκοτεινό της τούνελ που τόσο πολύ περίμενε να έρθει εκείνος -αλήθεια, πόσο περιμένεις Κρίστι; - να το διασχίσει τρέχοντας, ορμητικός σαν χείμαρρος.
Ίσως και να 'ταν απόψε η βραδιά που θα την ελευθέρωνε από τα ισχυρά δεσμά του πόθου -ναι, θα είναι Κρίστι- ίσως επιτέλους το κορμί της να λυτρωνόταν.
Σήκωσε τα χέρια ψηλά έχοντας ακόμα τα μάτια της κλειστά -άνοιξέ τα Κρίστι- και χαμογελάει σ' έναν αόρατο επισκέπτη, σε μια ορατή σκέψη -άνοιξε τα μάτια Κρίστι- και ανοίγει τα μάτια. Ένα κλειδί -όχι οποιοδήποτε κλειδί- αιωρείται πάνω από το κεφάλι της και ανοίγει την αριστερή παλάμη μ' ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σ' ένα κάλεσμα ευτυχίας. Το κλειδί υπακούει και προσγειώνεται στο χέρι της. Την καίει, η φούντωση του κορμιού της όμως είναι μεγαλύτερη. Σκύβει πάνω από το βιβλίο και γυρνάει με ευλάβεια σχεδόν τις σελίδες. Ένα σπίτι στη μία και μϊα πόρτα στην άλλη. Το σκέφτεται για λίγο. Μερικές στιγμές μετά ανοίγει την πόρτα.
Πίσω της είναι μια κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι σιδερένιο μ' ένα περίτεχνο σκαλιστό σχέδιο και πάνω - πάρε ανάσα Κρίστι- εκείνος. Γυμνός με τον σκληρό ανδρισμό του να την καλεί, αλλά και να την οδηγεί σε αυτόν. Τρέχει -λάθος, πετάς Κρίστι- στην αγκαλιά του. Την τραβάει άγρια κοντά του και της ανοίγει με βία τα μουσκεμένα -τελείωσες κιόλας Κρίστι; Είναι νωρίς- σκέλια της. Φωνάζει δυνατά, παρακαλάει -πόσο καυλωμένη είσαι Κρίστι; - να την πάρει, να την κάνει δική του. Της ζητάει το κλειδί. Τα μάτια της είναι πάνω του -όχι πάνω του ψεύτρα Κρίστι, κάτω χαμηλά κοιτάς, ναι.. εκεί Κρίστι, είναι μεγάλο και σκληρό και σου αρέσει- και υπακούει απλώνοντας το ένα της χέρι για να του δώσει το κλειδί και το άλλο για να τον αρπάξει και να τον βάλει στο στόμα της -αχόρταγη Κρίστι- λυσσασμένα.
Ρουφάει με μανία, με λύσσα -θέλεις να γαμηθείς κολασμένα, έτσι δεν είναι Κρίστι; - κολλώντας τα χείλη της πάνω δυνατά. Τελειώνει στο στόμα της και καταπίνει το σπέρμα του, αλλά νιώθει να έχει καταπιεί φλόγες. Κοιτάζει αυτό που ρουφούσε και έντρομη αντικρίζει το πυρρακτωμένο πέος να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να... Σηκώνει τα μάτια -μην το κάνεις Κρίστι- και ουρλιάζει υστερικά, αλλά το ουρλιαχτό της δε βγαίνει πάνω από το τρανταχτό του γέλιο. Τρέχει προς την πόρτα, μα... δεν υπάρχει πόρτα, δεν υπάρχει βιβλίο, το βλέπει σε μια γωνιά να καίγεται.
"ΌΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ..!!!!" ουρλιάζει ακόμη -μη φωνάζεις άλλο Κρίστι- κι εκείνος την τραβάει κοντά του. Το τεράστιο και φλεγόμενο πέος μπαίνει ορμητικό σαν λάβα μέσα της ενώ αυτή παραδίνεται σ' ένα άγριο χορό ουρλιαχτών, την καίει ολόκληρη, βγαίνει πάλι και το κεφάλι του μπαίνει ανάμεσα στα πόδια της βγάζοντας έξω μια διχαλωτή γλώσσα, γελώντας και πάλι δυνατά. Δεν ξέρει πια τι είναι μέσα της, δεν ξέρει αν αυτό που ξεσκίζει το κορμί της όλο είναι γλώσσα με αγκάθια, κέρατα μυτερά ή φλεγόμενο πέος. Δεν έχει πια ζωή, ξέρει όμως πως δεν έχει ούτε θάνατο.
Την γυρίζει βάναυσα μπρούμυτα. Προλαβαίνει να δει σε μια γωνία τις στάχτες ενός βιβλίου...
Σ.Κραββαρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου