Το χαμένο όνειρο
Το όνειρό μου. Ήταν το
πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό, καθώς περπατούσα στους χωματόδρομους του
μικρού χωριού. Ένα όνειρο που έμεινε ανεκπλήρωτο. Έτσι όπως τρεμόσβηνε η παλιά
λάμπα του δρόμου, έτσι και το όνειρό μου τρεμόσβηνε και στο τέλος έσβησε σαν κεράκι.
Όταν ήμουν μικρή, κάθε
μέρα όταν πήγαινα στο σχολείο, συναντούσα τον κύριο Ηλία, το γείτονά μας. Κάθε
μέρα μου έκανε την ίδια ακριβώς ερώτηση:
-Λυδία, μελαχρινούλα μου, τι θέλεις να
γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Και εγώ του απαντούσα με την ίδια
απάντηση:
-Δασκάλα κύριε Ηλία, αλλά στην πόλη.
-Γιατί; με ρωτούσε. ‘‘Δεν σ’αρέσει το
χωριό;’’
-Πως κύριε Ηλία μου αρέσει, αλλά στην
πόλη είναι διαφορετικά. Εκεί οι άνθρωποι είναι όλοι πλούσιοι. Μένουν σε μεγάλα
σπίτια και έχουν πολλούς φίλους. Έτσι θέλω να είμαι και εγώ.
-Ελπίζω το όνειρό σου να βγεί αληθινό!
μου ευχόταν πάντα.
Καθώς μεγάλωνα, όλο και
περισσότερο μεγάλωνε η θέλησή μου για να εκπληρώσω το όνειρό μου. Η μητέρα μου
όμως είχε τις αμφιβολίες τις. Ανησυχούσε πάρα πολύ και δεν ήθελε να με αφήσει
να φύγω.
-Γιατί κοριτσάκι μου να πας στην πόλη;
Ωραία είναι και εδώ στο χωριό μας.
-Μαμά εκεί στην πόλη θα έχω ό,τι
χρειάζομαι. Δεν θα χρειάζεσαι να ανησυχείς για μένα. Μπορείς κάθε μέρα να με
παίρνεις τηλέφωνο και να λέμε τα νέα μας και να μην νιώθεις ανησυχία.
-Μα θα είσαι μακριά μου και αυτό δεν θα
το αντέξω.
-Θα το συνηθίσεις.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
πολύ γρήγορα για μένα. Έγινα 18 χρονών και μπήκα στη σχολή. Μετά από 4 χρόνια
κατάφερα να πετύχω τους στόχους μου. Τόσα χρόνια υπομονής βγήκαν σε καλό.
Πέρασα το πανεπιστήμιο με 10! Τώρα το επόμενο βήμα ήταν να διοριστώ σε ένα από
τα πολλά σχολεία της πόλης.
Πέρασε σχετικά λίγος
καιρός, μέχρι που κάποιος χτύπησε την πόρτα μία κρύα μέρα του Σαββάτου.
-Γειά σου Στράτο. Τι κάνεις;
-Μια χαρά Λυδία. Εσείς;
-Και εμείς πολύ καλά είμαστε. Τι μας
φέρνεις σήμερα;
-Έχεις ένα γράμμα, αλλά δεν γράφει από
ποιόν είναι. Μόνο το δικό σου όνομα γράφει.
-Μάλλον στην βιασύνη του να μου το
στείλει, ξέχασε να γράψει το όνομά του.
-Μπορεί να είναι και αυτό.
-Πέρνα μέσα λίγο να ξεκουραστείς. Θα σου
φέρω και κάτι να φας και θα ανοίξουμε το γράμμα του άγνωστου αποστολέα.
Ο Στράτος είναι ο ταχυδρόμος του χωριού.
Πηγαίνει κάθε μέρα ως την πόλη για να παραλάβει τα γράμματα και να μας τα
φέρει. Ακόμα και γεροδεμένος που είναι, κουράζεται πολύ και χρειάζεται πάντα
λίγο χρόνο για ξεκούραση. Αφού τον φήλεψα και του έδωσα κάτι να φάει και λίγο
νερό να πιεί, άνοιξα το γράμμα. Ήμουν πολύ περίεργη να μάθω από ποιόν είναι.
-Γράφει ότι είναι από το διεθυντή του 10ο
Δημοτικού σχολείου της πόλης.
-Και τι λέει; ρώτησε από περιέργεια.
-Λέει ότι με δέχτηκαν και με περιμένουν
με ανυπομονησία για να πάω στο σχολείο τους! Η μαμά δεν θα το πιστεύει!
-Αυτό είναι υπέροχο! Συγχαρητήρια! και
μου έδωσε μία μεγάλη αγκαλιά.
-Σε τρείς μήνες πηγαίνω στην πόλη!
Αυτοί οι τρείς μήνες
μου φάνηκαν σαν αιώνες. Τελικά ήρθε η μέρα του αποχωρισμού. Το χωριό όλο ήρθε
έξω από το σπίτι μου για να με χαιρετήσει.
-Να προσέχεις εκεί που θα πας μου είπε ο
μπαμπάς μου. Ό,τι χρειάζεσαι να μας παίρνεις αμέσως.
-Εντάξει μπαμπά.
Ήρθε και ο πρόεδρος της πόλης και μου
έδωσε μία ανθοδέσμη.
-Να μη μας ξεχάσεις κορίτσι μου.
-Ποτέ κύριε πρόεδρε.
Ο Στράτος ήρθε με το
αμάξι του για να με πάει ως την πόλη και από εκεί στο σχολείο της πόλης.
-Δεν θα σας ξεχάσω! τους υποσχέθηκα.
Ξεκινήσαμε και έβλεπα σιγά σιγά το χωριό
μου να εξαφανίζεται.
-Θα σου αρέσει η πόλη. Θα έχεις πολλά
πράγματα να κάνεις εκεί.
-Ελπίζω να είναι όμορφη έτσι όπως την
φανταζόμουν.
-Σίγουρα θα είναι, με επιβεβαίωσε.
Φτάσαμε στην πόλη. Οι
δρόμοι ήταν γέματοι από αυτοκίνητα. Παντού υπήρχαν μαγαζιά, πολυκατοικίες και
ατελείωτοι άνθρωποι. Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο σχολείο. Ήταν ένα μεγάλο κτίριο,
χρώματος κίτρινο με μεγάλα παράθυρα και στο κέντρο της αυλής, μια μεγάλη ιτιά
που τα κλαδιά της ήταν τόσο μακριά όσο τα μαλλιά της Ραπουνζέλ. Τα παιδιά
κάθονταν δίπλα στην ιτιά μαζί με τον διευθυντή του σχολείου και τον παπά, ο
οποίος ήταν έτοιμος για να κάνει τον αγιασμό. Όταν βγήκα από το αμάξι, ο
διευθυντής έτρεξε να με χαιρετήσει.
-Καλώς ήρθατε αγαπητή μου!
-Καλώς σας βρήκα κύριε διεθυντά.
-Από εδώ και στο εξής θα με φωνάζετε
Πέτρο. Είμαι πολύ νέος και δεν μου αρέσει όταν μου φέρονται λες και είμαι ογδόντα
χρονών. Έχω φτάσει μόλις τα 30!
-Εντάξει...Πέτρο.
Ο κύριος Πέτρος ήταν
ένας ψηλός άνθρωπος, τόσο ψηλός που θα μπορούσε να αγγίξει το φεγγάρι. Είχε
ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά και φορούσε ένα μπλε κοστούμι. Το πρόσωπό του δεν
το ξεχνούσες εύκολα. Το κεφάλι του είχε σχήμα ωοειδές, και γύρω από το στόμα
του υπήρχε μούσι. Τα μάτια του είχαν χρώμα πράσινο και έδειχναν ότι αυτός ο
άνθρωπος είναι ευγενικός και ενάρετος. Είναι η γνωστή φράση που έλεγε η γιαγιά
μου «Τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής».
Ο αγιασμός έγινε πολύ
γρήγορα. Ο Στράτος ήταν σε όλη τη διάρκεια του αγιασμού δίπλα μου. Μετά από τον
αγιασμό, ο διευθυντής ανακοίνωσε ποιός δάσκαλος θα έχει κάθε τάξη. Εγώ είχα την
πρώτη δημοτικού, αφού ήμουν νέα δασκάλα. Αφού ευχαρίστησα τον Στράτο που με
έφερε τον αποχαιρέτησα και του είπα να πει στην μητέρα μου πως είμαι καλά και
θα την ξαναδώ πολύ σύντομα όταν ξανάρθω στο χωριό.
Η πρώτη τάξη δεν είναι
τόσο εύκολη όσο μοιάζει. Είναι πολύ κουραστικό! Πρέπει να μάθεις τα παιδιά
γραφή και ανάγνωση, αλλά προπάντων να είναι άνθρωποι με σωστή συμπεριφορά και να
μην πάρουν τον κατήφορο.
-Καλημέρα σας παιδιά! τους είπα.
-Γειά σας κυριά! μου απάντησαν.
-Εγώ είμαι η κυρία Λυδιά η καινούρια σας
και η πρώτη σας δασκάλα. Για αρχή ας συστηθούμε όλοι λέγοντας το όνομά μας. Ύστερα
αφού θα έχουμε συστηθεί, θα ξεκινήσουμε το μάθημα.
Αρκετά παιδιά ήταν πολύ
ζωηρά, αλλά έτσι είναι όλα τα παιδιά όταν ξεκινάνε το δημοτικό. Μεσα στην τρελή
χαρά! Το διάλειμμα μου ήταν ώρες χαλάρωσης μετά από την τόσο κουραστική δουλειά
μου.
Αφού τελείωσα με τους
μαθητές μου και έφυγαν για το σπίτι τους, ετοιμάστηκα και εγώ να πάω στο δικό
μου. Καθώς περνούσα από το γραφείο των δασκάλων, συνάντησα τον Πέτρο.
-Λοιπόν, πώς ήταν η πρώτη μέρα με την
τάξη σου;
-Εξουθενωτική, αλλά αρκετά ευχάριστη.
-Η πρώτη μέρα είναι πάντα δύσκολη. Αύριο
θα είναι καλύτερα.
Πέρασε μια εβδομάδα από
τότε που έφυγα από το χωριό. Δεν είχα πια τον κόκορα του κυρίου Τάκη να με
ξυπνάει, ούτε και την μάνα μου να μου φτιάχνει πρωινό. Αρχίζω σιγά σιγά να
νιώθω νοσταλγία για το χωριό μου. Η πόλη είναι πολύ όμορφη, αλλά έχει και
κάποια μειονεκτήματα. Οι άνθρωποι εδώ, οι περισσότεροι είναι ψυχροί και ούτε
καλημέρα δεν σε λένε. Παντού υπάρχει καυσαέριο και οι πολυκατοικίες είναι τόσο
ψηλές που ούτε τον ήλιο δεν βλέπεις. Δεν είναι όλα έτσι όπως τα φανταζόμουνα.
Ήταν Σάββατο όταν ήρθε
να μου κάνει επίσκεψη ο Στράτος στο νέο μου σπίτι.
-Λοιπόν πως σου φαίνεται η πόλη;
-Καλή είναι, αλλά όχι όπως την φανταζόμουνα.
Δεν έχω πολλούς φίλους και νιώθω μοναξιά. Οι δάσκαλοι στο σχολείο δεν με
χαιρετάνε. Μόνο ο κύριος Πέτρος, ο διευθυντής, με χαιρετάει. Μακάρι να ήταν εδώ
οι φίλοι και οι συγγενείς μου. Και ειδικά η μαμά μου....
-Ξέρεις και εμείς έχουμε πρόβλημα. Ο δάσκαλος
του σχολείου βγήκε στην σύνταξη και δεν υπάρχει άλλος δάσκαλος. Τα παιδιά θα
πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο της πόλης, μα η απόσταση είναι μεγάλη και το
κόστος των εισιτηρίων είναι πολύ υψηλό. Μακάρι να έμενες στο χωριό. Θα
μπορούσες να πάρεις τη θέση του.
-Τώρα όμως είμαι εδώ και τα παιδιά με
χρειάζονται.
-Τα παιδιά του χωριού όμως περισσότερο.
Εδώ έχουν πολλούς δασκάλους μα εμείς κανέναν. Σε παρακαλώ γύρνα πίσω στο χωριό.
-Δεν ξέρω. Είναι πολύ σημαντική απόφαση.
Άσε με να το σκεφτώ.
-Εντάξει. Ελπίζω όμως να πάρεις τη σωστή
απόφαση.
Ήταν στ’αλήθεια πολύ
δύσκολη απόφαση, αλλά τελικά την πήρα. Αποφάσισα να αφήσω τις ανέσεις και τη
μεγάλη πόλη, για να πάω πίσω στο χωριό μου, με τους φίλους μου και τους
συγγενείς μου. Ο Πέτρος με κατάλαβε αμέσως όταν του το είπα και με αποχαιρέτησε
λέγοντας πως τα παιδιά έμειναν ευχαριστημένα από εμένα και λυπούνται που φεύγω.
Γύρισα στο χωριό μου.
Όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι και ειδικά η μητέρα μου. Ξεκίνησα να δουλεύω στο
μικρό αυτό σχολείο, με μικρό μισθό αλλά με φίλους δασκάλους και με ευγενικά
παιδιά που δίψαγαν για γνώση. Μετά από λίγο καιρό, ο Στράτος μου ανακοίνωσε ότι
είχε ήρθε να με πείσει να έρθω, επειδή με αγαπούσε και με
ήθελε κοντά του και όχι μακριά του. Παντρευτήκαμε μετά από λίγο καιρό και
αποκτήσαμε 3 όμορφα παιδιά.
Κατάλαβα ότι στη ζωή
δεν έχει σημασία αν θα έχεις ένα μεγάλο σπίτι ή μεγάλο μισθό για να είσαι
ευτυχισμένος. Σημασία έχει να είσαι με ανθρώπους που σε αγαπούν και σε εκτιμούν
για αυτό που πραγματικά είσαι, και σε αυτήν την περίπτωση από ένα μικρό χωριό,
όπως εγώ. Και τώρα ξέρω πια ότι είμαι ευτυχισμένη με μια οικογένεια που με
αγαπά αληθινά, γιατί αυτό είναι το νόημα της ζωής. Να αγαπάς και να σε αγαπούν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου