16 Σεπ 2017

"Το κλειδί" από την Αναστασία Σκούλη (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Το κλειδί



   «Στον κόσμο, υπάρχουν δυο τύποι ανθρώπων. Εκείνοι που είναι ευτυχισμένοι, και εκείνοι που είναι δυστυχισμένοι.  Εσύ, σε ποιον από τους δύο νομίζεις ότι ανήκεις;»
   «Εγώ είμαι σίγουρα δυστυχισμένος», ήταν η απάντηση του αγοριού εκείνη την ημέρα.
   Η γυναίκα, του φαινόταν περίεργη από την αρχή. Τα αφύσικα μακριά μαλλιά της ήταν κρυμμένα κάτω από την κουκούλα του μανδύα της. Τα μάτια της λαμπίριζαν γαλανά στην αντανάκλαση της βροχής, και το δέρμα της έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από πορσελάνη. Και τι ήθελε από εκείνον; Έψαχνε καταφύγιο από την βροχή και είχε κουρνιάσει κάτω από την γέφυρα, όταν η γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του και του παρουσίασε την ερώτησή της.
   Βύθισε το χέρι της στην τσέπη της, και τράβηξε έξω ένα μικρό, γυάλινο μπουκάλι. Το διάφανο υγρό μέσα του δεν θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα τίποτα παρά νερό. Ήταν παράνομη η κατασκευή φίλτρων πλέον. Οι ίδιοι οι μάγοι είχαν καταντήσει παράνομοι σε εκείνη την κοινωνία.
   «Θα σου δείξω την ζεστασιά των ανθρώπων και της ζωής για έναν μήνα».
   «Μα τι λες;» σηκώθηκε όρθιος και την κοίταξε στα μάτια, φορώντας ένα άγριο βλέμμα, εκείνο που συνήθιζε να δείχνει όταν προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Γιατί δεν είχε κάτι αγαπημένο στον κόσμο να υπερασπιστεί πέρα από την ζωή του. Η βροχή είχε δυναμώσει. Η έντασή της κάλυπτε τις φωνές τους. Ο ποταμός που περνούσε κάτω από την γέφυρα είχε φουσκώσει. Τα μπουμπουνητά όλο και δυνάμωναν, οι αστραπές φώτιζαν την πόλη που είχε σκοτεινιάσει από την πυκνή συννεφιά. Η γυναίκα έβγαλε τον μανδύα της και τον φόρεσε στον νέο. Το μπουκάλι ήταν πίσω στην δεξιά τσέπη.

   «Βιάσου πίσω στο σπίτι σου. Οι αφέντες σου δεν θα περιμένουν για πολύ. Ελπίζω να θυμάσαι πώς να χρησιμοποιείς μαγεία, Λοκ, ελπίζω να ξέρεις πώς να το ανοίξεις. Τα μάγια που το σφραγίζουν δεν είναι τίποτα απλό», είπε, με ένα αθάνατο χαμόγελο. Η γυναίκα περπάτησε μακριά του, και εξαφανίστηκε στις σταγόνες της βροχής, αφήνοντάς τον να κοιτάζει.
   Είχε χίλια δυο πράγματα να αναρωτηθεί. Ποια ήταν; Γιατί ήξερε το όνομά του; Τι ήθελε από εκείνον; Χωρίς να δώσει όμως παραπάνω σημασία από όσο έπρεπε, μπήκε στην έπαυλη από την πίσω πόρτα και κατέβηκε στο δωμάτιό του από το παράθυρο. Κατευθύνθηκε γρήγορα προς το μπάνιο του για να μην μουσκέψει τα χαλιά στο πάτωμα. Έκανε μπάνιο και έκρυψε τον μανδύα σε ένα μπαούλο κάτω από το κρεβάτι του. Έσφιξε στην παλάμη του το μπουκαλάκι. Καστανές τούφες από τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του, τα οποία ήταν στολισμένα με μαύρους κύκλους που έκαναν αντίθεση στα πράσινα μάτια του, που έμοιαζαν γυάλινα, σαν ψεύτικα. Κάποιος χτύπησε βροντερά την πόρτα, και ο Λοκ χαντάκωσε το φιαλίδιο στην τσέπη του πουκαμίσου του.
   Ο νεαρός που προχώρησε προκλητικά μέσα στο δωμάτιο, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας το στήθος του με κάθε βαθιά ανάσα, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερός του. Πολύ πιο μυώδεις και μεγαλόσωμος, έπιασε τον Λοκ από το γιακά και σχεδόν τον σήκωσε στον αέρα. Εκείνος δεν αντέδρασε.
   «Πού ήσουν μέχρι τώρα;» γρύλισε, και έσφιξε τα δόντια του ακόμη πιο πολύ. Ο Λοκ χτύπησε με το χέρι του την γροθιά του νέου και αφού έφτιαξε το πουκάμισο, τον κοίταξε στα μάτια, με την ίδια έκφραση που είχε δείξει στην γυναίκα νωρίτερα.
   «Όπου ήθελα. Δεν είναι δουλειά σου, Τζακ»
   Στην έντονη σιωπή που ακολούθησε, ο Λοκ είχε αρκετό χρόνο να περάσει το βλέμμα του από όλες τις γωνιές του δωματίου. Είχε συνηθίσει τους γκρίζους τοίχους και το φθαρμένο, ξύλινο κρεβάτι. Η πλάτη της καρέκλας του γραφείου ήταν σπασμένη. Μερικές φορές το νερό του νιπτήρα είχε μέσα κομμάτια σκουριάς. Ήταν σίγουρα το χειρότερο δωμάτιο της πλουσιοπάροχης έπαυλης. Ο Τζακ πλησίασε απειλητικά, χωρίς όμως να τον ακουμπήσει αυτή τη φορά.
   «Ποιός νομίζεις ότι είσαι και μιλάς έτσι σε εμένα;»
   «Τι θέλεις;» ο Τζακ συνοφρυώθηκε, και αφότου έσφιξε το μπαστούνι που είχε μαζί του συνέχεια παρόλο που δεν του χρησίμευε σε κάτι, το χρησιμοποίησε για να τον χτυπήσει. Ο Λοκ δεν κάλυψε το πρόσωπό του, και η δεξιά πλευρά του γρήγορα κοκκίνισε.
   «Δεν σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι. Πόσες φορές πρέπει να επαναληφτεί αυτή η διαδικασία;» αναστέναξε πριν περάσει στη ζώνη του το μπαστούνι «Σε ζητάει ο πατέρας μου», είπε και γύρισε να φύγει, πριν πρώτα στρέψει το κεφάλι του άλλη μια φορά προς εκείνον. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με θόρυβο.
   «Και εσύ δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις…» μουρμούρισε μια απειλή που γρήγορα μετατράπηκε σβήστηκε από τον αέρα.
   Σε λίγα λεπτά βρισκόταν στον τρίτο όροφο, έχοντας πρώτα ανέβει ατελείωτα σκαλιά. Χτύπησε την πόρτα με ηρεμία, όση ηρεμία μπορούσε να κρατήσει μέσα του, ενώπιων εκείνου του άνδρα. Μπορεί να μην ήταν εγωιστής και υπερόπτης σαν τους γιούς του, αλλά η επιβλητική του αύρα πάντα εξέφραζε μια απαράβατη αυστηρότητα. Μια βαθιά φωνή του επέτρεψε να περάσει, και μια βαριά σιωπή απλώθηκε κατευθείαν στο ευρύχωρο δωμάτιο.
   «Πλησίασε», είπε ο δούκας και ο Λοκ ακολούθησε τις οδηγίες του με την ανάσα κομμένη. Ο καστανόξανθος άνδρας με το μούσι και την επιβλητική ματιά, το έδειξε μια φωτογραφία «Την ξέρεις;»
   Έκπληκτος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, κατάλαβε πως η γυναίκα της φωτογραφίας ήταν η ίδια που είχε γνωρίσει λίγη ώρα πριν. Όρθωσε την πλάτη του και ξεροκατάπιε. Έπρεπε να βρει κάποια δικαιολογία. Εάν έβρισκαν εκείνη, σίγουρα θα έβρισκε και ο ίδιος τον μελά του. Η μαγεία ήταν έγκλημα, ακόμη και αν ήταν κάτι που αποκτιόταν στη γέννηση.
   Ο ήχος της βροχής όλο και δυνάμωνε. Ο ουρανός όλο και μαύριζε, θόλωνε. Καθισμένος στην αναπαυτική, δερμάτινη πολυθρόνα του, ο δούκας περίμενε μια απάντηση. Και όσο σκοτείνιαζε το άλλοτε όμορφο τοπίο του κήπου, τόσο σκοτείνιαζε και το βλέμμα του άνδρα. Του μόνου ανθρώπου σε εκείνη την έπαυλη που ο Λοκ σεβόταν και εμπιστευόταν.
   «Όχι, κύριε. Δεν την γνωρίζω», απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια, και εκείνο το γεγονός τον πρόδωσε. Ο δούκας ήξερε τις συνήθειες και τον χαρακτήρα του εφήβου που στεκόταν νευρικά μπροστά του. Εκείνος τον μεγάλωσε. Ήξερε πως πάντα κοιτούσε τους ανθρώπους στα μάτια, υπό φυσιολογικές συνθήκες.
   «Λοκ, αγόρι μου, το ξέρεις ότι μπορώ να αθετήσω την υπόσχεση που έδωσα στην μητέρα σου όποτε θέλω. Και ξέρεις ότι δεν θέλω να το κάνω αυτό. Καταλαβαίνεις, έτσι;» έσφιξε την φωτογραφία στο χέρι του, και φόρεσε ένα βλέμμα πιο σοβαρό από εκείνο που πλάσαρε συνέχεια σε όλους «Πέρα από μάγισσα, είναι εγκληματίας. Δολοφόνος. Αν ξέρεις κάτι, πες το μου».
   Ο Λοκ έστρεψε το βλέμμα του στα κουρασμένα μάτια του άνδρα, πιο πολύ τρανταγμένος με αυτό που άκουσε, παρά έκπληκτος. Σίγουρα δεν την τριγύριζε καμία ήρεμη αύρα όταν την είδε κάτω από την γέφυρα. Θα μπορούσε να περιμένει πως είναι εγκληματίας. Όμως όχι δολοφόνος. Και εκείνος θα γινόταν θύμα της.
   «Την έχω δει», ομολόγησε, «…μόνο μια φορά όμως, μόνο σήμερα», έριξε την ματιά του στο πάτωμα, μετανοιωμένος για το ψέμα του «Με συγχωρείτε…»
   «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω γιατί την κάλυψες. Η θέση σου μοιάζει με τη δική της, άλλωστε».
   Έπειτα από αυτά, ο δούκας εξήγησε στο αγόρι τα κατορθώματα της μάγισσας. Του είπε πως μοίραζε φίλτρα σε θύματα τα οποία είχε αναζητήσει. Ήξερε τα πάντα για όλα της τα θύματα. Έτσι ήξερε και το όνομά του. Το υγρό θα «έτρωγε» το θύμα από μέσα, καθιστώντας το λιγότερο δραστήριο. Με τον καιρό, το θύμα έχανε μέχρι και την ικανότητά του να σκεφτεί, και εν τέλει οδηγούταν στο θάνατο. Το αίμα του Λοκ πάγωσε κάμποσες φορές όσο άκουγε την εξήγηση του δούκα, που φαινόταν να μην είναι τίποτα παραπάνω από απόσπασμα μυθιστορήματος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει το φίλτρο μετά τη συζήτησή. Τίποτα από όσα είχε πει η γυναίκα δεν βοήθησε την έρευνα του δούκα, αλλά εφόσον ο Λοκ κρατούσε το κλειδί που θα μπορούσε να διευκολύνει την διαδικασία, ο δούκας είχε πια κάτι λιγότερο να σκεφτεί..
   Πέρασε ώρα μέχρι να λήξει η κουβέντα τους.
   «Πραγματικά χαίρομαι που δεν το ήπιες», είπε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, σαν να ήταν πραγματικά πατέρας του. Ο Λοκ χαμογέλασε αχνά, πριν τον αποχαιρετίσει για να πάει στο δωμάτιό του.
   «Σας ευχαριστώ», ψέλλισε και έκλεισε την πόρτα ήσυχα. Ήθελε πολύ να σκεφτεί τον στόχο που είχε η άγνωστη γυναίκα για αυτό που έκανε, αλλά για τώρα έπρεπε να ξεκουραστεί, για να μπορέσει να αποθηκεύσει τις επιπλέον πληροφορίες της ημέρας στο μυαλό του. Η αστραπή που έσκισε τον ουρανό φώτισε το δωμάτιο. Ο Λοκ έκλεισε τα μάτια του. Αναρωτιέμαι πότε θα σταματήσει η βροχή…

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου