19 Σεπ 2017

"Θα σε προστατεύω για πάντα, μαμά" από τον Στέφανο Παρχαρίδη (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Θα σε προστατεύω για πάντα, μαμά



Η Ελένη την είχε κάνει αυτήν τη διαδρομή άπειρες φορές τα τελευταία χρόνια. Η κόρη της, η Αντωνία, είχε επιλέξει να έρθει να μείνει με τα δύο παιδιά της στην πόλη που μεγάλωσε, αμέσως μόλις χώρισε από τον πατέρα τους. Ήθελε όμως να μείνει σε ξεχωριστό σπίτι από το πατρικό της, και ο λόγος ήταν ότι ήθελε να νιώσει πραγματικά ανεξάρτητη για πρώτη φορά στη ζωή της. Έτσι, επέλεξε να νοικιάσει ένα σπίτι μόλις δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι που είχε ζήσει τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια.
Μόλις έφτασε έξω από το σπίτι, την κυρίεψε ένα αίσθημα ανησυχίας, λες και μπορούσε να αντιληφθεί το κακό που είχε συμβεί. Σαν να την προειδοποιούσε ένα αόρατο καμπανάκι στο μυαλό της πως δεν έπρεπε να διαβεί το κατώφλι αυτής της μονοκατοικίας. Σε διαφορετική περίπτωση θα είχε ακούσει τη φωνή της λογικής της και θα είχε γυρίσει για να φύγει. Όταν όμως επρόκειτο για το παιδί και τα εγγόνια της, χανόταν κάθε λογική. Ειδικά μετά από την ανήσυχη φωνή της κόρης της πριν λίγο στο τηλέφωνο.
«Μαμά, έλα από το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορείς. Σε χρειάζομαι»

Αυτές οι κουβέντες ήταν αρκετές για να παρατήσει ότι έκανε εκείνη τη στιγμή και να τρέξει δίπλα στους ανθρώπους της. Όντας χήρα τα τελευταία πέντε χρόνια, είχε μέσα της την αίσθηση πως έπρεπε να παίξει και το ρόλο του εκλιπόντος συζύγου της απέναντι στην κόρη και στα εγγόνια τους.
Όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν σβηστά. Είχε νυχτώσει μόλις πριν μια ώρα, αλλά ήξερε πως ήταν ακόμα νωρίς για να έχουν κοιμηθεί όλοι. Της φάνηκε περίεργο αλλά προχώρησε. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη και έτσι δε χρειάστηκε να βρει τα κλειδιά της για να μπει μέσα. Άνοιξε διστακτικά και κοίταξε μέσα στο χωλ, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι με τη βοήθεια του φωτός από τις λάμπες του δρόμου. Το λιγοστό φως που κατάφερνε να τρυπώσει όμως δεν ήταν αρκετό για να της δώσει σαφή εικόνα του τι είχε συμβεί.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω της. Εκείνη τη στιγμή και ενώ προσπαθούσε να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι, θυμήθηκε ότι είχε ένα μικρό φακό στην τσάντα της, κατάλοιπο της προετοιμασίας για τους σεισμούς. Έψαξε λίγη ώρα και τελικά τον βρήκε. Το φως που έβγαζε ήταν σχετικά αχνό, αλλά αρκετό για να την βοηθήσει. Κάτι της έλεγε πως δεν έπρεπε να ανάψει κανένα από τα φώτα του σπιτιού.
Προχώρησε προς το εσωτερικό και έστριψε στα αριστερά, εκεί που βρισκόταν η κουζίνα. Έψαξε διερευνητικά κάθε σπιθαμή του δωματίου. Δεν βρήκε κανέναν ούτε σε φανερό αλλά ούτε και σε κάποιο κρυφό σημείο. Μόνο μια κατσαρόλα έβγαζε ατμούς επάνω σε ένα μάτι ηλεκτρικό, σημάδι πως κάτι έβραζε εκεί. Πλησίασε και σήκωσε το καπάκι και είδε πως ήταν απλά νερό. «Πολύ περίεργο», σκέφτηκε. Απογοητευμένη στράφηκε πάλι προς το χωλ προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε μπει.
Σε εκείνο το σημείο υπήρχαν τα υπνοδωμάτια και στο βάθος το μπάνιο. Άνοιξε την πρώτη πόρτα που συνάντησε, εκεί που βρισκόταν το παιδικό δωμάτιο. Με το φακό φώτισε σε όσα περισσότερα σημεία μπορούσε και η καρδιά της χτύπησε δυνατά όταν η λάμψη του συνάντησε δύο ματάκια που γυάλιζαν.
«Ελίζα μου;» ρώτησε σιγά
«Γιαγιάκα» είπε το μικρό κορίτσι και έτρεξε από το κρεβάτι που βρισκόταν καθισμένη και χώθηκε στην αγκαλιά της
«Που είναι η μαμά και η αδερφή σου αγάπη μου;»
«Δεν ξέρω γιαγιά.. Φοβάμαι»
«Μη φοβάσαι παιδί μου. Είναι η γιαγιά εδώ τώρα»
Το μικρό κορίτσι ξέσπασε σε κλάματα, κάτι που έκανε την Ελένη να σιγουρευτεί πως κάτι κακό είχε μάλλον συμβεί στο παιδί της. Δεν άφησε την ανησυχία της όμως να φανερωθεί στο παιδί.
«Άκου τη γιαγιά, Ελίζα μου. Μείνε εδώ και μην ανοίξεις τα μάτια σου αν δεν έρθω εγώ. Εντάξει;»
Το μικρό κορίτσι την κοίταξε μέσα στα μάτια και αισθάνθηκε σιγουριά. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα στο κρεβάτι της. Έκλεισε τα μάτια της μόλις η Ελένη βγήκε από το δωμάτιο, υπακούοντας έτσι στο θέλημα της αγαπημένης της γιαγιάς.
Το επόμενο δωμάτιο που βρήκε, αυτό της κόρης της, ήταν εντελώς άδειο. Ένα μικρό λαμπατέρ που βρισκόταν στο πάτωμα και που συμπτωματικά ήταν αναμμένο, τη βοήθησε ώστε να καταφέρει να ψάξει γρήγορα όλο το δωμάτιο. Άνοιξε προσεκτικά και τη ντουλάπα για να μπορέσει να δει αν κάποιος κρυβόταν εκεί. Για άλλη μια φορά όμως δεν υπήρχε κανείς. «Μα που είναι;» μουρμούρισε. «Άνοιξε η γη και τους κατάπιε;» Αφού όμως είχε βρει τη μικρή της εγγονή στο σπίτι, αυτό σήμαινε πως η κόρη της και η μεγάλη της εγγονή, που είχε και το όνομά της, πρέπει να ήταν κάπου εκεί κοντά.
Το μόνο δωμάτιο που έμενε να ψάξει ήταν αυτό που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Πλησίασε και σταμάτησε απότομα όταν άκουσε τον ήχο που έκανε το πόδι της στο πάτωμα. Έστρεψε το φακό και για μια στιγμή πάγωσε από αυτό που αντίκρισε. Πλησίασε για να δει καλύτερα, επιβεβαιώνοντας την αρχική της εντύπωση. Αίμα. Αυτό ήταν το υγρό που είχε πατήσει. Άνοιξε απότομα την πόρτα του μπάνιου και αυτή τη φορά πάτησε το διακόπτη που βρισκόταν δίπλα σε αυτήν. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν αποτρόπαιο.
Τα λευκά πλακάκια ήταν σε πολλά σημεία πιτσιλισμένα με κόκκινες πινελιές που εύκολα καταλάβαινες πως ήταν σημάδια κάποιου άγριου τσακωμού. Το πιο άγριο όμως κομμάτι του σκηνικού ήταν το σώμα της κόρης της που βρισκόταν μέσα στη μπανιέρα, γυμνό και με χαρακιές στο δεξί χέρι της. Την πλησίασε με μια δρασκελιά και προσπάθησε να τη συνεφέρει. Μετά από μερικά χαστούκια, η Αντωνία άνοιξε τα μάτια της.
«Η Ελένη, μάνα» είπε τρομαγμένη. «Που είναι η Ελένη;»
«Τι έγινε κορίτσι μου; Πες μου»
«Ο Μάρκος. Με πήρε σήμερα και μου είπε ότι ήθελε να δει τα παιδιά του. Όταν του το αρνήθηκα είπε ότι θα έρθει να με βρει και να μου τα πάρει με το ζόρι. Τον έβρισα και με απείλησε ότι θα με σκοτώσει, για αυτό σε πήρα τηλέφωνο. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ήταν ήδη έξω από το σπίτι. Ετοίμαζα τα κορίτσια για να κάνουν μπάνιο εκείνη την ώρα, όταν άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει. Δεν έδωσα σημασία, γιατί νόμιζα πως ήσουν εσύ. Όταν βγήκα από το δωμάτιο των κοριτσιών ένα χέρι με άρπαξε και με έσυρε στο μπάνιο. Μετά δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα» είπε και έβαλε τα κλάματα.
«Μη κλαις κορίτσι μου και μη κουνηθείς. Πάω να καλέσω την αστυνομία» είπε η Ελένη και κατευθύνθηκε προς το χωλ, που βρισκόταν το σταθερό τηλέφωνο. Εκεί αντίκρισε μια εικόνα που δε θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή της. Έστρεψε το φακό στο πρόσωπο του ανθρώπου που είχε απέναντί της.
Το κοριτσάκι της, ο άγγελος της, όπως την έλεγε χαρακτηριστικά, είχε σχηματισμένη στο πρόσωπό της μια ανάμεικτη αίσθηση φόβου αλλά και σιγουριάς. Στο χέρι της, το οποίο έτρεμε ελαφρώς, κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι. Η ησυχία που βασίλευε ανάμεσά τους ήταν αυτή που επέτρεπε στις σταγόνες που κυλούσαν από την άκρη του να ακούγονται σαν να είναι κομμάτια ενός ορμητικού καταρράκτη.
Τα μάτια της γιαγιάς Ελένης άνοιξαν διάπλατα
«Τι έκανες, κορίτσι μου;» τη ρώτησε φωναχτά
«Αυτό που έπρεπε» απάντησε σχεδόν ψύχραιμα η μικρή
«Τι έγινε παιδί μου;» ρώτησε για άλλη μια φορά η έντρομη πια γυναίκα
«Ήθελε να σκοτώσει τη μαμά. Τον άκουσα στο τηλέφωνο που της το είπε. Τον είδα από την κλειδαρότρυπα στο μπάνιο που την απειλούσε με το σουγιά που είχε. Δε σκέφτηκα πολύ. Πήγα στην κουζίνα και πήρα το μεγάλο μαχαίρι που μας κόβει η μαμά το ψωμί. Μας απαγορεύει να πάρουμε αυτό το μαχαίρι, γιαγιάκα μου, γιατί λέει ότι κόβει πολύ. Και είχε δίκιο. Με τις πρώτες πέντε που του έριξα, έπεσε κάτω. Δεν πρόλαβε ούτε να γυρίσει να με κοιτάξει. Όταν μπήκα απότομα μέσα στο μπάνιο, ήταν επάνω από τη μαμά, που ήταν μέσα στη μπανιέρα, και της έκανε χαρακιές με το σουγιά στο μπράτσο. Μπαμπάς μου ήτανε, αλλά δε λυπάμαι που τον σκότωσα. Θα πάω στη φυλακή τώρα, γιαγιάκα μου;» είπε και την κοίταξε με τα μάτια της υγρά.
Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Η μικρή δεν έχασε χρόνο. Την οδήγησε στην απομονωμένη αυλή του σπιτιού, εκεί που τον είχε μεταφέρει ολομόναχη, αφού η μητέρα της είχε λιποθυμήσει από το σοκ μόλις είδε το παιδί της να σκοτώνει τον άνθρωπο που κάποτε είχε ερωτευτεί. Το άψυχο σώμα του έμοιαζε ακόμα και έτσι απειλητικό.
Λίγη ώρα μετά, η Ελένη, ετών δέκα και πλέον πατροκτόνος, και η Ελένη, κοντά στα πενήντα και χήρα, έθαψαν το σώμα του ανθρώπου, που παραλίγο να ξεκληρίσει την οικογένεια τους, σε μια σπηλιά που βρισκόταν αρκετά έξω από την πόλη. Τον είχαν μεταφέρει εκεί με το αυτοκίνητο της Αντωνίας. Οι τρεις γυναίκες αποφάσισαν πως αυτό το μυστικό θα το έπαιρναν στον τάφο τους. Καμιά δε χρειαζόταν να πάει στη φυλακή για αυτό το έγκλημα. Γιατί είναι και κάποιοι άνθρωποι, που με τη συμπεριφορά τους, είναι σαν να προκαλούν το θάνατο. Και ο Μάρκος το άξιζε αυτό που έπαθε. Γιατί κανένας Θεός δε θα επέτρεπε να πουλήσει τα όργανα των παιδιών του για να ξεπληρώσει τα χρέη του από το τζόγο, όπως και σχεδίαζε να κάνει. 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου