8 Σεπ 2017

"Σ' ένα παπόρο μέσα" από τη Μαριανίνα (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Πεζογραφία)

Σ' ένα παπόρο μέσα



Ανοίγω απότομα τα μάτια μου καθώς νιώθω το σώμα μου να γέρνει επικίνδυνα στο πλάι. Το έδαφος ταλαντεύεται από κάτω μου σαν σαπισμένη βάρκα αφημένη στο κύμα. Τούτο το καράβι βέβαια δεν απέχει και πολύ. Οι σανίδες τρίζουν σε κάθε μας βήμα, που δεν είναι και πολλά. Πώς να σουλατσάρει κανείς όταν είναι δεμένος χειροπόδαρα; Και γενικά ο χώρος δεν είναι πολύ μπόσικος, ακατάλληλος για περιπάτους.
Καθώς οι αισθήσεις μου όλες επανέρχονται σταδιακά σε φυσιολογικά επίπεδα, ακούω τον φουκαρά τον τρελο-Μάκη να τραγουδάει στην άλλη μεριά του κελαριού. Το κόκκινο τσεμπέρι στο κεφάλι του έχει γλιστρήσει στο μέτωπό του και πιο κάτω, κρύβοντας το ένα από τα καταγάλανα μάτια του, ενώ το άλλο ίσα που φαίνεται πίσω από τις καστανόξανθες μπούκλες του. Είναι όμορφος, πανάθεμά τον, ο Μάκης. Ή μάλλον, ήταν όμορφος, γιατί έτσι όπως μας έχουν πατσαουριάσει όλους, το ομορφιά να απομείνει σε αυτά τα πρόσωπα; Και δεν είναι μόνο τα ωραία χαμόγελα που μας στερήσανε, είναι και εκείνα τα μάτια, τα σκοτεινά τα μάτια, βυθισμένα στις κόγχες τους, θαμπά και ακίνητα. Τουλάχιστον ο Μάκης την έχει ακόμη εκείνη την παλαβή την λάμψη στα δικά του.

Τραγουδάει, λοιπόν, ο τρελο-Μάκης: «Σ’ ένα παπόρο μέσα όλοι μέσα όλοι μέσα, σ’ ένα παπόρο μέσα μας εμπαρκάρανε!». Θα τον έπαιρνες για μεθυσμένο, μα οι μεθυσμένοι είναι ζεστοί από το ποτό, όχι χλωμοί με βουλιαγμένα μάγουλα.
«Γαλέτες παξιμάδια, γαλέτες παξιμάδια, γαλέτες παξιμάδια μας ετρατάρανε».
Πολλοί γυρίζουν αλλού το κεφάλι ακούγοντάς τον. Είναι αυτοί οι λιπόψυχοι, οι μπαμπέσηδες, οι ζσμπίροι. Είναι αυτοί που θα φύγουν πρώτοι, και ας πεθάνουν τελευταίοι.
«Κι ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Κεφαλλονίτης, κι ένας Κεφαλλονίτης απ’ την Κεφαλονιά».
Ακούγονται αλυσίδες να κροταλίζουν καθώς στρίβουμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Τα πρώτα χαμόγελα ανθίζουν στα σκασμένα χείλη.
«Τα ρούχα του γυρεύει τα ρούχα του γυρεύει, τα ρούχα του γυρεύει, δεν τα ήβρε πουθενά».
Ένα ευχάριστο κελαρυστό γέλιο αντηχεί, κρυστάλλινο, δυνατό, σαν την θάλασσα που χτυπά το καράβι, σαν τα μάτια του τρελο-Μάκη, σαν τη ζωή που ακόμη ξεχειλίζει από μέσα μας.
Κάποιος σφυρίζει. Διάσπαρτα γέλια, χτυπήματα ποδιών στις σανίδες και έπειτα…
«Στην Κέρκυρα μας πάνε να μας δικάσουνε. Στην Κέρκυρα μας πάνε να μας κρεμάσουνε».
Σιωπή.
Ο τρελο-Μάκης στενάζει και γέρνει το κεφάλι πίσω, στο ξύλινο, μουχλιασμένο τοίχωμα του πλοίου. Ο Διονύσης ο Ζακυνθινός σκύβει το κεφάλι στις χούφτες του και βάζει τα κλάματα, χαμογελώντας ακόμη. Ένας Αργοστολιώτης κάνει μια προσευχή στον Άγιο Γεράσιμο.
Βυθιζόμαστε ξανά στην απελπισία. Βλέμματα χαμηλωμένα, μάγουλα υγρά, δάχτυλα να σφίγγουν νευρικά το ένα το άλλο. Πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε και οι μάχες μας όλες ανούσιες, χανόμαστε, χανόμαστε όλοι και δεν αλλάξαμε τίποτε, στην τελική.
Και δεν μου αρέσει αυτή η σιωπή. Βήχω μπας και την γεμίσω, μα το κενό είναι τεράστιο. Κοιτώ γύρω μου τα απελπισμένα πρόσωπα και σηκώνομαι όρθιος.
«Στην Κέρκυρα μας πάνε να μας κρεμάσουνε, μα εμείς θα τραγουδάμε ώσπου να φτάσουμε».
Θα τα καταφέρουμε. Θα προχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά, γνωρίζοντας πως κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Θα περπατήσουμε στο ικρίωμα και θα περάσουμε μόνοι μας την θηλιά στον λαιμό μας, και θα τραγουδήσουμε, θα τραγουδήσουμε μέχρι και η τελευταία νότα της ζωής μας να σβήσει, θα τραγουδήσουμε με εκείνα τα λαμπερά μάτια ορθάνοιχτα.
«Εμείς θα τραγουδάμε ώσπου να φτάσουμε».
Θα τραγουδήσουμε σαν τα μικρά παιδιά, με δυνατές φωνές και μόνο όταν τελειώσουμε το τραγούδι μας, τότε κείθε και θα πεθάνουμε.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου