Ο κύκλος της ζωής
Γεννηθήκαμε, οι περισσότεροι, σε έναν τόπο που ζωοδότησε ο
ήλιος. Το πρώτο μας κλάμα ήταν χαμόγελο... Το πρώτο μας βλέμμα αντίκρυσε
γαλάζιο... Πιαστήκαμε απ’ τα γόνατα της μάνας για εκείνο το ένα βήμα που θα μας
χάριζε δρόμους.
Δρόμους που σιγά – σιγά τολμήσαμε, κάθε φορά όλο και πιο
πέρα. Ώσπου φτάσαμε σε μια πλατεία και βρήκαμε κι άλλους να κρυφοκοιτάζουν πίσω
από μια φούστα. Αναθαρρήσαμε. Δεν ήμασταν μόνοι, μα ήμασταν περίεργοι. Κάποιος
πέταξε μια μπάλα και τρέξαμε όλοι. Δεν μας ένοιαξε τι θα παίξουμε, αρκεί να
παίζαμε πρώτοι. Τσακωθήκαμε... Μέχρι που κάποιος φώναξε ‘Να τα
βγάλουμε!’. Και κάπου εκεί, γνωριστήκαμε· και όταν ήρθε η ώρα να πάμε σχολείο
δεν φοβηθήκαμε γιατί ήμασταν ήδη μαζί.
Μέσα σε μια σχολική τάξη ήταν που τα κορμιά μας άρχισαν να
παίρνουν σχήμα και η καρδιά μας να σφυροκοπά. Πρωτοφιλήσαμε στα κρυφά σε ένα
διάλειμμα, με έναν φίλο να κρατάει τσίλιες και να χαζογελά μέσα στη χούφτα του.
Κοροϊδέψαμε και κοροϊδευτήκαμε, πληγώσαμε και πληγωθήκαμε. Μεγαλώσαμε και
ξεθαρρέψαμε και φύγαμε από το σπίτι με το κλάμα της μάνας για κατευόδιο.
Γνωρίσαμε κι άλλους φίλους. Ίσως ξεχάσαμε τους παλιούς... Ίσως πάλι και όχι.
Και μέσα σε όλο αυτό το πλήθος που πέρασε από τη ζωή μας, έμεινε κάποιος που
για πρώτη φορά μας έκανε να σκεφτούμε το μετά.
Σοβαρέψαμε... Πήραμε αποφάσεις... Το κορίτσι φόρεσε τα καλά
του. Το αγόρι είχε πιο δύσκολο ρόλο. Ο πατέρας τον κοίταξε επιφυλακτικά και
μετά από μια αμήχανη συζήτηση το έδωσε τελικά το κορίτσι. Και τότε ήταν ο
πατέρας που δάκρυσε.
Δώσαμε την βαρύτερη υπόσχεση σε μια εκκλησία και δεν είχε
σημασία αν ξεχείλιζε από κόσμο, φτάνει να ήταν όλοι εκεί. Παιδικοί φίλοι,
εφηβικοί φίλοι, συγγενείς αγαπημένοι... Κόσμος που δεν ξέραμε τότε πως σε λίγο
καιρό θα αποζητούσαμε κάθε μέρα.
Γιατί οι καιροί άλλαξαν και η ζωή μας τα έφερε αλλιώς.
Βρεθήκαμε σε μια χώρα που ο ήλιος έλαμπε λιγότερο, το γαλάζιο ήταν πιο θαμπό.
Κάναμε τον εαυτό μας να πιστέψει πως εκεί τα περνούσαμε καλύτερα· τα φέρναμε
πιο εύκολα βόλτα. Χάσαμε γονείς στην ξενιτιά μα χρήματα δεν είχαμε να γυρίσουμε
για το στερνό αντίο. Με αυτό το σαράκι πορευτήκαμε και το λησμονήσαμε μόνο σαν
γύρισε ο τροχός και βρεθήκαμε εμείς στη δική τους θέση. Γίναμε κι εμείς γονείς
μα τα παιδιά μας γεννήθηκαν στην ξενιτιά. Κάποια δεν μίλησαν ποτέ τη γλώσσα μας
κι αναγκαστήκαμε εμείς να μάθουμε τη δική τους.
Μα ο καημός δεν ξεχάστηκε ποτέ, μόνο είχε καταχωνιαστεί στο
πίσω μέρος του μυαλού μας, και σαν έφτασε η ώρα να ανοίξουν με τη σειρά τους τα
φτερά τους κάναμε μόνο μια ευχή: Σαν πλησιάσει η ώρα να αφήσουμε την τελευταία
μας ανάσα, ο Θεός να μας βρει στην πατρίδα ώστε το στερνό μας βλέμμα να
αντικρύσει πράσινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου