Η πλύστρα
Μύθι-μύθι, παραμύθι, το κουκί και
το ρεβύθι. Η ιστορία που θα πω, μοιάζει για παραμύθι, αλλά δεν είναι ξένε.
Συνέβη στον δάσκαλο που μένει στο τέρμα του χωριού, αλλά θα μπορούσε εύκολα να
συμβεί και σε μένα.
Παραμονές
του Αη-Λιά, ο δάσκαλος, Μπίττας λέγεται, πήγε στην άκρια του ποταμού του
Λέστινου για να καθαρίσει τις γούρνες των ζωντανών, γιατί όλοι στο χωριό,
δάσκαλοι για γεωργοί έχουμε ζώα στα σπίτια μας. Αφού τις καθάρισε, όσο καλύτερα
μπορούσε, φεύγοντας πίσω για το χωριό και περνώντας από την πηγή της Γκαβούς,
είδε γονατιστή μια γυναίκα νέα να πλένει ασπρόρουχα. Τη νέα γυναίκα δεν την
ήξερε και θεώρησε σωστό να την προειδοποιήσει, γιατί σε τούτα τα έρημα μέρη
είναι συνηθισμένο να κατεβαίνουν οι αρκούδες στις πηγές για δροσιά το καλοκαίρι.
Μόλις την πλησίασε, πρόσεξε πως τα ασπρόρουχα
που έπλενε, ήταν της γυναίκας του, της Λενιάς, γιατί είχαν το αρχικό της πάνω
τους, καθότι η γυναίκα του δασκάλου είναι νοικοκυρά μεγάλη. «Γεια σου ξένη. Δεν
σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας, αν και νομίζω πως εσύ πρέπει να ξανάρθες εδώ και
να ξέρεις και την γυναίκα μου, τη Λενιά,
γιατί τούτη δα είναι η πουκαμίσα της ».
Η γυναίκα τον κοίταξε και του είπε μόνον: «Eγώ, είμαι η πλύστρα Μπίττα».
Δεν
ξέρω αν γνωρίζεις ξένε, αλλά η πλύστρα είναι ξωθικό. Αν την δεις σε πηγή να
πλένει τα ρούχα σου, είναι σημάδι πως
μεγάλο κακό θα σε βρει εσένα ή την οικογένειά σου. Ο δάσκαλος που είναι ξύπνιος
άνθρωπος, κατάλαβε πως έπρεπε να δοκιμάσει το ξωθικό, για να σώσει την γυναίκα
του, την Λενιά. «Μην την πάρεις ξωθικό,
γιατί την αγαπώ πολλά. Μα αν το μπορείς, και δύνασαι, να της χαρίσεις της ζωής,
την δική μου εγώ τώρα σου προσφέρω. Η Λενιά είναι αγνή σαν πρόβατο και τα
παιδιά μας μικρά και βυζαρούδια ακόμη».
Το
ξωθικό τον κοίταξε και είπε: «Θα της χαρίσω την ζωή, αν μου απαντήσεις σωστά σε
τρεις μου ερωτήσεις. Να ξέρεις μοναχά πως η μοίρα που της έλαχε απόψε, θα
φαρμακώσει άλλον στο χωριό». Ο δάσκαλος το σκέφτηκε. «Η αμαρτία στέκει απάνω
μου. Πες μου και γω ό, τι μπορώ, θα βρω».
«Πες μου δάσκαλε, τι είναι λοιπόν
αυτό που όταν του γελάς, σου γελάει, όταν του μιλάς, δεν σου μιλάει;». «Είναι ο
καθρέφτης, ο καθρέφτης είναι, ξωθικό. Το
ξέρω καλά!».
«Τα πας καλά. Μα εγώ σε συμβουλεύω
να σταματήσεις τώρα να. Γιατί το καλό που νομίζεις πως θα πετύχεις, μπορεί και
να σου βγει σε χειρότερο κακό». «Συνέχισε, ξωθικό και εγώ έχω κάνει τους
λογισμούς μου και απάνω μου βαριά η αμαρτία που παίρνω, αποφασίζοντας αλλονού
το κακό». «Λοιπόν, Μπίττα εγώ σε
προειδοποίησα και άλλο πια δεν μπορώ να σκεφτώ, πώς να σε βοηθήσω. Μάθε μονάχα,
πως εγώ γνώση δεν κατέχω για μελλούμενα δεινά, μονάχα πως είμαι του χρόνου ο
αγγελιοφόρος όταν του’ χει σωθεί κάποιουνού το καντήλι του. Μόνον εμφανίζομαι
στον βαριόμοιρο ή τους δικούς του λίγο πριν αναπαυτούν, για να ’χουν χρόνο να
προετοιμαστούν, όταν η χαρά τους γίνει λύπη. Και για άλλο τίποτε, δεν έχω ιδέα.
Μαντάτα κακά μεταφέρω, μα ξέρω πως ο θάνατος ή ο χρόνος δεν χαρίζουν γρόσσι σε
κανέναν».
«………………………………………………………………………………………..»
«Συνεχίζω το λοιπόν, γιατί ποτέ τα
λόγια μου δεν βρίσκουν στόχο, σε τούτον που πιστεύει πως εύκολα μπορεί τον
Χρόνο να γελάσει. Πες μου λοιπόν, τι είναι τούτο που όσο γίνεται πιο δυνατό,
τόσο δεν το θέλουμε.» «άσε με λίγο να
σκεφτώ….. είναι νομίζω ο πόνος, όσο πιο μεγάλος και δυνατός είναι, τόσο δεν
θέλουμε να μας συμβαίνει».
«Και ένα τελευταίο Μπίττα και
μακάρι να μην το βρεις, γιατί τότε δεν θα μπορείς να γλιτώσεις ούτε ακόμη και
από τον εαυτό σου. Έσκυψα λίγο στην πηγή, νερό να ξεδοψάσω και αντίκρισα τρεις
εγώ μου».
«……………………………………………………..είναι νομίζω, ξωθικό, ο
εαυτός και τα παιδιά μου, που’ ναι πιστά αντίγραφά μου». «Σωστά, δάσκαλε,
σωστά». «Ελπίζω το λόγο σου να κράτησες ξωθικό και ν’αφησες τη Λενιά μου
ζωντανιά». «Ζωντανιά είναι η Λενιά, μα πιότερο να μην ήταν. Τρέχα τώρα δίπλα
της και βάλε φτερά στα πόδια, γιατί την Μοίρα του κανείς δεν ορίζει, μοναχά
καταπού το μερτικό του λέει».
Έτρεξε
ο δάσκαλος, χαρούμενος στο σπίτι του να πάει, μα άκουσε βοή και αλύχτισμα πριν
φτάσει. Τη γυναίκα του να ‘ναι πεσμένη, ακίνητη δίπλα στην πηγή και γραιές,
μπαλωμένες στα μαύρα, ναν χτυπιώνται και να κλαίνε κοντά στην Λενιά του. «Άτιμο
ξωθικό και ελόγο δεν εκράτεις», μα μόλις επλησίασε, το Λενιώ ανεσηκώθει, αλλά
σαν να μην ήταν το Λενιώ, αλλά μια άλλη, τρελή, μεγάλη, πονεμένη… «Πήγαν νερό
να ‘πιουν, και εγλίστρησαν. Τα σκέπασα με τη νυφιάτικη βελέτζα μας και πάλι να
κρυώνουν», είπε και ελιποθύμει.
Αυτά
σαν άκουσε ο Μπίττας, φωνή μεγάλη βγάζει, και πέτρες ρίχνει χοντρές μες στην
πηγή και λέξεις ακατανόητες, και έβριζε, και εμολόγα πως η πλύστρα τον εγέλασε.
Μα εσύ τι λες Γκόγκολα, φταίει άραγές η πλύστρα;». Και ο Γκόγκολας απάντει:
«Πως φταίει η πλύστρα, δεν μου φαίνεται, μα σταθερά ο άνθρωπος το θάνατο δεν
μπορεί να συνηθίσει. Μα πες μου, ξένη πως με ξεύρεις και με ονομάτισες και
εβρέθεις στον ποταμό τον Βοϊδομάτη να πλένεις ώρα πολλή πουκαμισιά που μοιάζει
για εδική μου;». «Πλύστρα, πλύστρα με λένε, Γκόγκολα……………….».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου