2 Σεπ 2017

"ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν" από τον Θεοφάνη Παναγιωτόπουλο (5ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής - Ποίηση)


(Το δεύτερο ποίημα που βρέθηκε στην 4η θέση είναι το "ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν" του Θεοφάνη Παναγιωτόπουλου. Η τραγική και αναπόφευκτη μοίρα που οδηγεί σε μια θυσία που κανείς δεν αναγνωρίζει, ούτε ο ίδιο ο Θεός)

ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν



Η μοίρα, μας έγνεψε  πως χορέψαμε το κύκνειο άσμα
ένα δειλινό  ο νους δεν ταξίδεψε ως εκεί…
ως την καταραμένη διαίσθηση.
Η λατέρνα κυλάει  στο δρόμο χαρίζοντας στις γειτονιές
μία νοσταλγική μελωδία – οι ψυχές μας θα τη φρουρούν αενάως…
Δεν σταμάτησα να σου γράφω επιστολές
να τις ταχυδρομώ στην διεύθυνση σου – όπως παλιά
γνωρίζοντας  εξ αρχής πως δεν θα τις αντικρίσουν τα μάτια σου!
Πως η καρδιά σου δεν θα μειώσει τους σφυγμούς της
σαν  τις αναγιγνώσκεις
υπό το ημίφως του αυγουστιάτικου φεγγαριού
το θρόισμα των φύλλων της γερασμένης μουριάς
και το άχαρο φτερούγισμα των χελιδονιών.
Λυπάμαι  το φεγγάρι που φωτίζει την γη – μια γη.
Τρέμω το μέλλον πως θα με αγκαλιάσει  -ολάκερο.
Κρύβομαι από τον χρόνο ο οποίος στερεύει  - μονίμως.
Δίχως Εσένα! Εσένα!
Φωνάζω στον Θεό να σε προσέχει
συλλογίζομαι την χαρά των αγγέλων  -καθώς θα μαθαίνεις να πεταρίζεις πλάι τους.
Ύστερα τα χέρια μου μεταμορφώνονται σε  αγρίμια
τρυπώνουν στις τρύπιες μου τσέπες για να διώξουν την απρόσκλητη μοναξιά
που τα ρουφάει σαν διψασμένος δαίμονας.
Η καρδιά μου κομματιάζεται κάθε έρεβος  -σαν  ανάβω την λάμπα
αντικρίζω μόνο την δική μου μορφή στον καθρέπτη μας.
Τρέχω ξυπόλυτος στα μνήματα αργά την νύχτα
μήπως θελήσεις να γυρίσεις έστω  για λίγο…
Στο χωριό με πετροβολούν σαν με θωρούν   μες στην άγρια νυχτιά
μαζεύω τις πέτρες σαν γλυκούς άρτους
τους οποίους μου χαρίζουν – απλόχερα
προσμένοντας Εσένα! Εσένα!
Έγιναν  παιδιά δικά μας
η δική μας συνέχεια…
Σ’ ένα αύριο στο οποίο  λείπεις  συνεχώς
 τα τέκνα  μας πληθαίνουν μέρα με τη μέρα!
Τα μαλλιά μου γέμισαν χιόνια απ’ τα χρόνια
κρύσταλλα κρεμάστηκαν από τα μάτια μου – δεν θα λιώσουν ποτέ όσο είσαι απών!
Το καΐκι που έφυγες  για κείνη την καλοκαιρινή ψαριά
αρνείται  έστω για  λίγο να φανεί στο βάθος του πελάγους
να σκίσει τους αφρούς  και  δελφίνια να ταΐσει
για να φυτρώσει μίαν  Ελπίδα  στην καρδιά μου.
Οι τσέπες μου γεμίζουν περισσότερες τρύπες
ύστερα τα χέρια μου παραδίνονται  στους διψασμένους κισσούς της μοναξιάς
και ένα παιδί μας – μία πέτρα
μου φορτώθηκε στο κεφάλι – από τα υπόλοιπα τέκνα τριγύρω
καθώς έτρεχα να σε ψάξω περασμένα μεσάνυχτα
 με ταξίδεψαν κοντά σου…

Μια θυσία που ο Θεός δεν θέλησε ν’ αναγνωρίσει.

 
                                                                                                         

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου