(Διαβάστε εδώ τα προηγούμενα μέρη...Μέρος 1ο, Μέρος 2ο και Μέρος 3ο)
* * *
Δεν είχε
κουνηθεί από την πολυθρόνα. Τα δάκρυα αποδείχτηκαν σύντροφοι καλοί μιας και δεν
τον είχαν εγκαταλείψει. Αυτά και οι αναμνήσεις τον συντρόφευαν όλα αυτά τα
χρόνια. Έριξε μια πονεμένη ματιά στο γραμμόφωνο που έμοιαζε να συμπάσχει και
αυτό μαζί του στέκοντας βουβό. Το είχε φέρει μαζί του από το τελευταίο του
ταξίδι στην Ιταλία. Είχε σταματήσει πια να πηγαίνει. Δεν άντεχε να βρίσκεται
εκεί χωρίς αυτήν. Προσπάθησε να την βρει, όμως οι προσπάθειές του απέβησαν
άκαρπες. Οι γονείς της δεν ζούσαν, συγγενείς δεν γνώριζε και δεν ήξερε πως να
την εντοπίσει. Εκτός αυτού, θεωρούσε ότι έπρεπε να αποδεχτεί την απόφασή της να
μην τον ξαναδεί. Τουλάχιστον να ήξερε το γιατί...
Η νύχτα έφευγε σέρνοντας τα
βήματά της από το βάρος της θλίψης που κουβαλούσε, σβήνοντας πίσω της τ’
αστέρια που γι’ άλλη μία φορά, δεν κατάφεραν να ρίξουν λίγο φως στο σκοτάδι της
ψυχής του.
Άλλο ένα βράδυ ξύπνιος. Οι επόμενες
κινήσεις μηχανικές. Μια κούπα αχνιστός καφές να τον βοηθήσει να κρατηθεί
ξύπνιος. Και μετά...
προσμονή. Ατελείωτη προσμονή
στην αίθουσα αναμονής. Παρέα του και πάλι ένα μείγμα αποδοχής και ελπίδας.
«Δεν
θα έρθει», μονολογούσε
η αποδοχή. «Ναι, αλλα αν;», αναρωτιόταν η ελπίδα.
Και κάπως έτσι περνούσαν οι
μέρες, οι μήνες, τα χρόνια σε αυτή την αίθουσα που είχε γίνει δεύτερο σπίτι του
θαρρείς.
Κι έτσι, άλλη μία φορά εκεί να παρακολουθεί με μια άδεια
ματιά και ακόμα πιο άδεια καρδιά, αεροπλάνα να έρχονται δίχως να την φέρνουν
και να φεύγουν αφήνοντάς τον πίσω να κάνει αυτό που δεν έπαψε ούτε στιγμή. Να
θυμάται...
Γύρισε πάλι πίσω στο θλιβερό παρόν του. Όχι για πολύ όμως.
Υποδέχτηκε με ανακούφιση ένα σφίξιμο εκεί που πονούσε χρόνια τώρα. Κατάλαβε. Η
καρδιά του είχε κουραστεί.
«Ήρθε
η ώρα», σκέφτηκε. «Άγκνες... θα περιμένω αλλού», η
τελευταία του σκέψη.
Έσβησε
εκεί... στην κρύα αίθουσα αναμονής που τόσο του είχε παγώσει όλα αυτά τα χρόνια
την ψυχή...
Έσβησε
ήσυχα... έτσι απλά...
...πάντα
ελπίζοντας...
...πάντα...
προσμένοντας...
Και ξαφνικά... η Άγκνες ήταν
εκεί. Ακριβώς ίδια. Σα να μην είχε περάσει μέρα από τότε που την αντίκρισε
τελευταία φορά. Σαν άγγελος φωτός εμφανίστηκε μπροστά του και ζέστανε μια
καρδιά διατηρημένη για χρόνια στον πάγο. Τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι,
κοιτάζοντάς τον με την ξεχασμένη λατρεία που χρόνια αποζητούσε ο Πωλ.
«Πωλ...», του είπε με την ζεστή
φωνή της και με ένα χαμόγελο που μαρτυρούσε όλα όσα ποτέ δεν θα μπορούσαν να
ειπωθούν με λόγια.
Την κοίταζε.
Απλά την κοίταζε. Η θλίψη έφυγε. Η απόγνωση εξαφανίστηκε. Η αγαλλίαση τον
πλημμύρισε. Η ανακούφιση αποτυπώθηκε σε όλη του την ψυχή.
«Άργησες
Άγκνες», της είπε. «Γιατί;» «Περίμενα εσένα Πωλ, έπρεπε εσύ να έρθεις»,
απάντησε ήσυχα. Τον τράβηξε από το χέρι μαλακά.
«Έλα
να περπατήσουμε».
Την
ακολούθησε ευτυχισμένος που μπορούσε να είναι πια μαζί της. Δεν ήξερε που
βρισκόταν, δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε το άγγιγμά της, η αίσθησή της δίπλα
του. Πόσα χρόνια πέρασαν για να έρθει αυτή η στιγμή!
«Πες
μου Πολ», άκουσε πάλι την γλυκιά φωνή της, «πως πέρασες όλα αυτά τα χρόνια;»
Σταμάτησε να περπατά και την έστρεψε απέναντί του. Την κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας
να στείλει όλη του την αγάπη βαθιά στην ψυχή της και να ριζωθεί εκεί. Δώδεκα γράμματα
σχημάτισαν τη λέξη που τον βασάνιζε τόσα χρόνια πριν έρθει πια η λύτρωσή του.
«Προσμένοντας
Άγκνες... απλά... προσμένοντας...»
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου