Γράφει η Μαίρη Κάντα
Και τώρα η συνέχεια...
...Ήταν το πτώμα μίας
γυναίκας. Η γυναίκα είχε μακριά ξανθά
μαλλιά, φορούσε ένα νυφικό και στο δάχτυλο της είχε μία βέρα. Στο καρπό της
ήταν ζωγραφισμένο με αίμα το γράμμα Α. Ήταν μαχαιρωμένη στο μέρος της καρδιάς.
Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο με πολλές χαρακιές που καθιστούσε αδύνατον την
αναγνώριση του πτώματος. Έκλεισε με τρεμάμενο χέρι το ψυγείο, έσκυψε και έκανε
εμετό. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο άντρας που λάτρευε είχε δολοφονήσει μία
γυναίκα. Της έλεγε "σε αγαπώ" και εκείνη τον πίστευε. Σκεφτόταν να
περάσει την ζωή της μαζί του. Και τώρα τι θα έκανε; Έπρεπε να βγει από το σπίτι
προτού να επιστρέψει ο Αντώνης.
Δεν πρόλαβε όμως να φύγει. Ο
Αντώνης είχε επιστρέψει, άκουσε τις φωνές της Ναταλίας και κατευθύνθηκε στη αποθήκη. Η Ναταλία τον είδε
άξαφνα. Ο Αντώνης άρχισε να την χαστουκίζει, μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της.
Όταν ξύπνησε, κοίταξε γύρω της. Προσπάθησε να σηκωθεί και τότε διαπίστωσε πως
τα πόδια της ήταν δεμένα με αλυσίδα, δίπλα στο ψυγείο. Προσπάθησε να φτάσει στη
πόρτα της αποθήκης σέρνοντας. Δεν τα κατάφερε. Άρχισε να φωνάζει τον
Αντώνη.Ζητούσε βοήθεια. Δεν της απαντούσε κανείς. Πέρασαν ώρες, μέχρι να
ακούσει την πόρτα της αποθήκης να ανοίγει. Ήταν ο Αντώνης που της έφερε φαγητό
και νερό. Τότε τον παρακάλεσε να την αφήσει να φύγει. Του υποσχέθηκε πως δεν θα
μιλούσε πουθενά για ό,τι είχε δει. Ο Αντώνης δεν την πίστεψε. Φοβόταν πως θα
τον κατέδιδε, αν την άφηνε να φύγει.
Την πλησίασε και με δάκρυα
στα μάτια της ζήτησε συγγνώμη. Δεν θα της έκανε κακό, την αγαπούσε πολύ. Έκατσε
δίπλα της και άρχισε να της μιλάει. Της είπε για την νεκρή γυναίκα. Την έλεγαν
Δανάη και ήταν πολύ όμορφη. Την αγαπούσε πολύ. Και αυτή τον αγαπούσε. Όλα
άλλαξαν όταν της έκανε πρόταση γάμου. Αυτή του ζήτησε λίγο χρόνο για να το
σκεφτεί. Τότε θόλωσε το μυαλό του. Ήθελε πολύ να την παντρευτεί και η άρνησή
της τον θύμωσε πολύ. Έχασε την ψυχραιμία του. Πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα
και την μαχαίρωσε στη καρδιά. Ήθελε να την πονέσει όπως τον πόνεσε και αυτή.
Την χαράκωσε γιατί δεν ήθελε να θυμάται το πρόσωπο που τον πλήγωσε. Έπειτα της
φόρεσε το νυφικό και τη βέρα που είχε αγοράσει για αυτήν.
Η Ναταλία έπρεπε να σκεφτεί
γρήγορα και έξυπνα τις επόμενες κινήσεις της. Χάρη στη δουλειά της, ήξερε πως
έπρεπε να φερθεί σε άτομα όπως τον Αντώνη. Θα δραπέτευε από την αποθήκη, αν
κέρδιζε την εμπιστοσύνη του. Αυτό έβαλε σαν στόχο, τις μέρες που ακολούθησαν. Δύο φορές την μέρα, ο
Αντώνης κατέβαινε στη αποθήκη. Τότε η Ναταλία του μιλούσε τρυφερά, του έλεγε
πόσο πολύ τον αγαπούσε, πως ο φόνος που είχε διαπράξει δεν ήταν ικανός να
χαλάσει την όμορφη σχέση που είχαν. Σιγά-σιγά ο Αντώνης μαλάκωνε. Άρχισε να
φέρνει στη αποθήκη τα αγαπημένα της φαγητά και έτρωγαν μαζί. Το σχέδιο της
Ναταλίας προχωρούσε κανονικά. Κάποια μέρα της έλυσε τα πόδια. "Δεν θέλω να
σε πονάω" της είπε και αυτή τον γέμισε με φιλιά. Έπρεπε ο ίδιος να
πιστέψει πως τον αγαπούσε αληθινά. Ακόμα και αν μέσα της τον μισούσε με όλη της
την καρδιά.
Είχε έρθει η στιγμή που η
Ναταλία θα έβαζε σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου της. Το επόμενο
μεσημέρι όταν ο Αντώνης κατέβηκε στη αποθήκη για να φάνε μαζί, η Ναταλία του
ζήτησε ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Άρχισαν να τρώνε και να πίνουν. Όταν ο ίδιος
άρχισε να ζαλίζεται, η Ναταλία βρήκε την τέλεια ευκαιρία. Τον πλησίασε
περισσότερο. Άρχισε να τον χαιδεύει και να τον φιλάει σε όλο το σώμα.
Προσπάθησε να αντισταθεί ο Αντώνης, μα μάταια. Την ποθούσε τόσο. Έτσι, της
έβγαλε γρήγορα τα ρούχα και της ψιθύρισε "σ΄αγαπώ". Έκαναν έρωτα.
Όταν τέλειωσαν, ο Αντώνης αποκοιμήθηκε στη αγκαλιά της. Με αργές και
προσεκτικές κινήσεις, η Ναταλία σηκώθηκε άρπαξε τα κλειδιά από το παντελόνι του
Αντώνη και βγήκε από την αποθήκη. Πριν να φύγει από το σπίτι, τηλεφώνησε στη
αστυνομία. Έδωσε τα στοιχεία της, την διεύθυνση του σπιτιού όπου βρισκόταν και
κατήγγειλε την δολοφονία που διέπραξε ο Αντώνης.
Βγήκε έξω και άρχισε να
τρέχει. Τα μάτια της, συνηθισμένα στο σκοτάδι της αποθήκης, δεν άντεχαν τον
δυνατό ήλιο και δάκρυζαν. Τα πόδια της ήταν αδύναμα από την αλυσίδα που ήταν
δεμένα τόσες μέρες και πονούσαν. Μα αυτή συνέχιζε. Έπρεπε. Έπρεπε να ξεφύγει
από τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν τα κατάφερε. Ο Αντώνης ξύπνησε και οργισμένος
για την απουσία της Ναταλίας, άρχισε να την αναζητάει στο δρόμο με ένα μαχαίρι.
Τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Θα την σκότωνε μόλις την έβρισκε. Την
βρήκε να πίνει νερό σε μία βρύση. Την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε πίσω
στο σπίτι. Η Ναταλία ένοιωθε να πλησιάζει το τέλος. Πάλεψε μαζί του για να του
αρπάξει το μαχαίρι. Ή θα την μαχαίρωνε ή θα τον μαχαίρωνε. Ο Αντώνης όμως ήταν
πιο δυνατός από αυτήν. Την μαχαίρωσε στο πόδι. Η Ναταλία έκλαιγε και αυτός
γελούσε. Μετά την μαχαιριά στο πόδι, ακολούθησε και άλλη, αυτή τη φορά στο
χέρι.
Πολύ σύντομα η Ναταλία θα
ήταν νεκρή, αν δύο ένοπλοι αστυνομικοί
δεν έμπαιναν στο σπίτι του Αντώνη. Του
ζήτησαν να πετάξει το μαχαίρι και να παραδοθεί, αλλά αυτός αρνήθηκε. Προσπάθησε
να επιτεθεί στους αστυνομικούς και τότε ένας από αυτούς τον πυροβόλησε στο
στήθος. Πέθανε ακαριαία. Η Ναταλία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε
για λίγες μέρες μέχρι να γίνει εντελώς καλά. Όταν τα τραύματά της έκλεισαν,
επέστρεψε στη εργασία της και προσπάθησε να ξεχάσει όλη την περιπέτεια που
έζησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου