Από τον Αλέξη Φωκά
Στο τωρινό σπίτι μένει
σχεδόν 3 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, στο απέναντι απ' το πίσω μέρος του
σπιτιού μπαλκόνι, έχει δει: κλειστά παντζούρια, κλειστά παντζούρια,
δεκαοχτούρες και μία φορά, φευγαλέα, μία πολύ όμορφη κοπέλα. Ααα και κλειστά
παντζούρια!
Το μπαλκόνι είναι πιο
άδειο ακόμα και από το δικό του. Κάτι που δεν πίστευε ότι είναι δυνατόν από
φυσικής απόψεως.
Υποθέτει ότι η κοπέλα
κάνει νυχτερινή δουλειά και τις ημέρες κοιμάται. Επίσης πρέπει να μένει μόνη,
αλλιώς όλο και κάποιον άλλον θα είχε δει.
Τώρα, το που κρεμάει τα
στρινγκακια της δεν το έχει διαλευκάνει. Ίσως σε κάποιο μπροστινό μπαλκόνι αν
και είναι σίγουρος ότι βλέπει όλα τα μπαλκόνια του σπιτιού, που είναι εξίσου
αδειανά.
Ίσως
για κάποιο λόγο αποφεύγει το φως της μέρας και κρεμά τα ρούχα της σε μία
απλώστρα μόνιμα μέσα στο σπίτι. Ή μπορεί να τα σουτάρει στη μάνα της. Το να τα
πετάει και να αγοράζει συνεχώς καινούργια, όπως είχε δει σε μία σειρά κάποτε,
του φαίνεται πολύ εξτριμ. Χώρια που το οικονομικό προφίλ της πολυκατοικίας δεν
μπορεί να υποστηρίξει μία τέτοια άποψη.
Μια μέρα γυρνώντας από
τη δουλειά τα παράθυρα χάσκουν ορθάνοιχτα και πράγματα ξεχειλίζουν από το
μπαλκόνι. Στρώματα, ντουλάπες, ακόμα κι ένα μικρό ψυγείο.
Μάλλον ήρθαν νέοι
ένοικοι. Τις επόμενες ημέρες τα πράγματα δεν λιγοστεύουν και τα παντζούρια δεν
κλείνουν σχεδόν ποτέ, ακόμα και όταν αυτός πέφτει για ύπνο. Ανησυχεί πως τα
αντικείμενα θα χαλάσουν από τον αέρα και τη βροχή που ρίχνει συνεχώς τον
τελευταίο καιρό.
Κάποια στιγμή βλέπει
στο μπαλκόνι ένα μικρό παιδάκι 7-8 ετών. Εκείνο τον χαιρετά και τον ξαφνιάζει.
Δεν έχει συνηθίσει να τον χαιρετάνε άγνωστοι, πόσο μάλλον παιδάκια.
Ωστόσο αυτός ο
χαιρετισμός αναδίδει μια μοναξιά και όχι ανέμελη παιδική αθωότητα. Χαιρετάει
και αυτός με ένα ξερό "γειά σου". Αν κάτι τον τρομάζει περισσότερο
από το να μιλάει με αγνώστους, είναι να μιλάει με άγνωστα παιδάκια.
Σχεδόν δύο μήνες
αργότερα το μόνο που φαίνεται να λείπει από το αρχικό συνονθύλευμα είναι τα
στρώματα. Στο μεταξύ, έχει πάρει το μάτι του έναν κύριο, που του φαίνεται πολύ
μεγάλος για να είναι ο πατέρας του αγοριού. Συμπεραίνει πως είναι ο παππούς
του.
Βγαίνοντας να απλώσει
τα ρούχα μία μερα, τον βλέπει να απλώνει και αυτός και μία ιδέα άρχιζει να
σχηματίζεται στο μυαλό του.
Παρατηρεί προσεκτικά το
μπαλκόνι. Το ψυγειάκι που έχει ήδη δει. Τουλάχιστον 2 ξέχειλες ντουλάπες
πλαστικές. Μία σιφωνιέρα. Τραπέζι και καρέκλες όλων των ειδών. Καλάθια με
παιχνίδια, διάφορα επιτραπέζια και παζλ, μέχρι και πιατικά.
Τα περισσότερα από αυτά
τα πράγματα δεν ανήκουν σε ένα μπαλκόνι. Είτε δεν χωράνε στο σπίτι ή, το πιο
πιθανό, δεν έχουν προλάβει να τα τακτοποιήσουν ακόμα.
Δεδομένου ότι, παρ' όλα
τα ορθάνοιχτα παράθυρα, δεν έχει δει άλλον πέρα του αγοριού και του παππού,
κλίνει προς τη δεύτερη άποψη.
Καταλήγει στο ότι το
παιδάκι είναι ορφανό από γονείς, χωρίς αδέρφια και το μεγαλώνει ο παππούς του.
Ίσως μάλιστα ορφάνεψε πρόσφατα, εξού και η μετακόμιση.
Για ελάχιστες στιγμές
νιώθει οίκτο για το αγόρι και προσπαθεί να φανταστεί πόσο δύσκολο πρέπει να
είναι για τον παππού. Έπειτα βάζει να δει μία ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου