Από την Λένα
Φτάνει βιαστικά στην είσοδο και κατευθύνεται προς τη
γραμματεία. Μία ερώτηση που ακολουθείται από μια εσπευσμένη απάντηση
συνοδευόμενη από μια κίνηση του χεριού δείχνοντας τη σκάλα του κτιρίου. Πολλά
σκαλιά. Της φάνηκαν εκατομμύρια, όχι ότι τα μέτρησε, αφού τα ανέβηκε δύο-δύο.
Δεύτερος όροφος : Επείγοντα. Κοίταξε γύρω της. Δαιδαλώδεις διάδρομοι και ο
δικός της ατελείωτος ώσπου να φτάσει έξω από την πόρτα. Συζητήσεις για το
ατύχημα, διευκρινήσεις και επαναλήψεις διορθώνοντας τυχόν αποκλίσεις, αλλά δεν
μπορεί να τους ακούσει. Οι φωνές τους ίσα-ίσα που φτάνουν και γαργαλάνε τα
αφτιά της. Εξάλλου τώρα πια δεν έχει σημασία τίποτα απ’ αυτά. Ο χρόνος δεν
γυρνάει πίσω. Ακουμπάει με τα δάκτυλά της απαλά την πόρτα, παίρνει μια βαθιά
ανάσα και προσπαθεί όσο περισσότερο μπορεί να γαληνέψει την όψη της. Η
ταραχή θα ήταν πολύ επικίνδυνη στην κατάσταση της.
Όλα έτοιμα! Το τραπέζι στρωμένο, το φαγητό ζεστό και
κείνη δίπλα, στολισμένη, τώρα μένει μόνο να ‘ρθει. Περνάει όμως η ώρα και θα
έπρεπε να ήταν εδώ. Όχι, όχι θα της είχε τηλεφωνήσει, αν άλλαζε κάτι. Περιμένει
λιγάκι ακόμη, δεν πειράζει κάτι θα έτυχε. Ησυχία. Δεν ακούγεται τίποτα, κανείς
δεν τον είδε. Γιατί; Γιατί αργεί;
Το βλέμμα παραμένει κολλημένο στο δρόμο, έξω απ’ το
παράθυρο και περιμένει. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Αχ αυτός θα ‘ναι!
Ασυναίσθητα σχεδόν κρατάει την ανάσα της μέχρι να απαντήσει. «παρακαλώ;». Μια
φωνή, άγνωστη, κάτι έγινε και πρέπει να πάει αμέσως. Τα χέρια τυλίγονται γύρω
απ’ το ακουστικό ελάχιστα πριν το αφήσουν να προσγειωθεί στο πάτωμα. Δεν
υπάρχει χρόνος για σκέψη. Πρέπει να τρέξει, αλλά δεν μπορεί, το κορμί δεν
υπακούει, τα πόδια δεν κινούνται.
Το μυαλό της τρέχει, νιώθει ένα χέρι να την αρπάζει
και να την πετάει πίσω, στον Απρίλη, στην παραλία, τον βλέπει μπροστά της
πεσμένο στα γόνατα κοιτώντας τη στα μάτια, λέγοντάς της ότι την θέλει και στα
καλά και στα κακά και στα άσχημα, για πάντα..
Τον αντικρίζει εκεί ξαπλωμένο και θέλει τόσο πολύ να
τρέξει στο πλάι του, να του κρατήσει το χέρι, να τον διαβεβαιώσει ότι όλα θα
πάνε καλά, αλλά ένα άγγιγμα στον ώμο της θα την σταματήσει. Ο γιατρός την
τραβάει ελαφρά πάλι έξω, θέλει να της μιλήσει ιδιαιτέρως, για την κατάστασή
του, τις λεπτομέρειες του ατυχήματος το πώς θα κινηθούν από δω και πέρα.
Επικίνδυνες οι μηχανές του το ‘χε πει πολλές φορές
αλλά ξέροντας την επί τόσα χρόνια αγάπη του και σε συνδυασμό με την
ξεροκεφαλιά του τα είχε παρατήσει νωρίς. Άλλωστε ήταν και τόσο ισχυρογνώμων που
τα λόγια της σπάνια τα έπαιρνε στα σοβαρά. Τι την ήθελε βρε παιδί μου τόσο μεγάλη
μηχανή; Μα όχι, πιο σταθερή και δεν είναι και πολλά κυβικά. Δεν είναι φτερό
στον άνεμο, έτσι συνήθιζε να της απαντάει και η απάντησή του αυτή ήταν πάντα
ακολουθούμενη από ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο. Δεν τον είχε πιέσει πολύ τότε,
ήξερε ότι οι μέρες αυτές δεν θα κρατούσαν για πολύ μιας και το τρίτο μέλος της
οικογένειας θα έφτανε οσονούπω, οπότε το σχέδιο ήτανε να την πουλούσε για
κανένα παλιό αυτοκινητάκι. Είχανε κάνει σχέδια, πολλά σχέδια και ποιος όμως δεν
κάνει; Φαίνεται, όμως ότι η θεά μοίρα έπλεξε αλλιώς το νήμα της τύχης τους και
οι ζωές τους κρέμονταν πλέον από ένα μάτσο κλωστές ή καλύτερα από ένα μάτσο
καλώδια. Ένας ασυνείδητος του αντίθετου ρεύματος έχασε τον έλεγχο του
αυτοκινήτου του και θέρισε ότι βρέθηκε μπροστά του. Ο γιατρός συνεχίζει να αραδιάζει
ένα σωρό πληροφορίες ακόμη για την κατάστασή του αλλά μόνο κάποιες λέξεις ,
μεμονωμένες, ασύνδετες καταφέρνει να συγκρατήσει το μυαλό της. Κάτι για
εσωτερική αιμορραγία..κρίσιμη κατάσταση..ελάχιστο χρόνο..
Με το ένα της χέρι χαϊδεύει απαλά την κοιλία της ενώ
με το άλλο ακουμπάει τα μάγουλά της τα οποία είναι μουσκεμένα, μάλλον οι
προσπάθειες να συγκρατήσει τα δάκρυά της ήταν πλέον μάταιες. Νιώθει μια ζαλάδα,
μια ελαφριά αδιαθεσία. Όχι δεν μπορεί να ακούσει άλλο. Καμιά απ’ τις δυο τους
δεν μπορεί. Προσπαθεί να απομακρυνθεί, οπισθοχωρεί, τα πόδια της χάνουν αργά
την επαφή τους με το έδαφος. Να, ήταν όλα ένα όνειρο, περίεργο όνειρο, όχι ήταν
εφιάλτης, ένας απαίσιος εφιάλτης. Ή μήπως ήταν ένα κακόγουστο αστείο; Ό,τι και
να ήταν, πάει τώρα πέρασε..
Άνοιξε τα μάτια της και είδε δίπλα της τη μητέρα της.
Λιποθύμησε και την μετέφεραν σε ένα δωμάτιο σε άλλη πτέρυγα γιατί
φοβήθηκαν για το μωρό, έτσι της είπε. Καλά είμαι, καλά είμαι εγώ μην ανησυχείς,
όχι για μένα. Όχι μαμά δεν θέλω να πάω σπίτι, δεν θέλω να ξεκουραστώ, θα μείνω.
Θα μείνω δίπλα του μέχρι να ξυπνήσει. Γιατί θα ξυπνήσει εε μαμά; Γιατί δεν
απαντάς; Γιατί δεν με κοιτάς στα μάτια; Θα γίνει καλά έτσι; Πες μου ότι θα
γίνει καλά, σε παρακαλώ. Μίλα μου! Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Γιατί να μου
τον πάρουν; Γιατί αυτόν; Γιατί τώρα; Γιατί..μα οι λυγμοί της δεν την άφηναν να
ολοκληρώσει. Ξέσπασε σε κλάματα ξαφνικά, όπως ξαφνικά έγιναν όλα. Δεν ήξερε πώς
να νιώσει, τι έπρεπε να σκεφτεί, αν έπρεπε να σκεφτεί. Υπήρχε μόνο πόνος και
απόγνωση αλλά περισσότερο φόβος, φόβος για το τι θα ακολουθήσει, φόβος για το
αν θα τα κατάφερνε, αν θα τα κατάφερναν. Και αν.. δεν υπήρχε αν, μόνο η ελπίδα.
Η ελπίδα δεν έχει αν, η ελπίδα δεν είναι υπόθεση είναι κατάφαση που απλά
υπάρχει και πηγάζει από την πίστη, στον εαυτό της και σ’ αυτόν. Αυτό ήταν. Το
μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει, ή μήπως όχι;
Έτρεξε στο διάδρομο ψάχνοντας το σωστό δωμάτιο
και όταν το βρήκε, όρμησε μέσα και σωριάστηκε πάνω στο κρεβάτι, του έπιασε το
χέρι και τον κοίταξε στα μάτια. Τον παρατηρεί καθώς σήκωσε αργά το βλέμμα του,
μέχρι που τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και κλείδωσαν εκεί. Είχε ξεχάσει
πόσο πολύ την αφόπλιζε αυτό το βλέμμα, βαθύ, ατελείωτο, την κατάπινε ολόκληρη,
της έκοβε την ανάσα και ταυτόχρονα της έδινε ζωή. Γίνεται άραγε να αγαπάει
κανείς τόσο απεριόριστα;
Μιλούσαν σιγανά και αργά, σχεδόν σαν να συνωμοτούσαν.
Στην πραγματικότητα σχεδίαζαν το μέλλον τους, τη ζωή τους, τα παιδιά που θα
κάνουν, το σπίτι στην παραλία με το μεγάλο κήπο. Όμορφη που θα ‘ναι η ζωή τους,
γεμάτη χαρές αλλά και λύπες όμως πάντα μαζί ό,τι κι αν γίνει. Και τότε της ήρθε
μια ιδέα. Άστραψε το βλέμμα της και πετάχτηκε όρθια. Πήγε στο διπλανό δωμάτιο,
όπου ήταν ένα άλλο ζευγάρι, μεγάλο σε ηλικία και μόλις την είδαν κατάλαβαν, δεν
χρειαζόταν να τους εξηγήσει, μόνο τα μάτια της τα λεγαν όλα και έτσι της έδωσαν
αυτό που τους ζήτησε. Κάλεσε μέσα της νοσοκόμες και γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι
του. Πέρασε το ένα δακτυλίδι στο χέρι του και το άλλο στο δικό τους και
ενώ τα χαμόγελα είναι διάσπαρτα, τα δάκρυα δεν σταματούν να κυλάνε στο πάτωμα.
« Σε θέλω για πάντα και στα καλά και στα κακά, στη χαρά και στη λύπη, στη βροχή
και στη λιακάδα..» Βούρκωσε, τα αναφιλητά της έπνιγαν τη φωνή της και ήταν τα
μόνα που έσπαγαν τη σιωπή του δωματίου. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το
πρόσωπό της, σκούπισε με την ανάποδη της παλάμης του τα δάκρυά της και μετά το
χέρι του κατέβηκε πιο χαμηλά, κάτω απ’ το στήθος της, στο βουναλάκι της κοιλιάς
της. Κάτω απ’ το χέρι του μεγάλωνε μια ζωούλα, μια μικρή ζωούλα σαν αβγουλάκι,
που μέρα με τη μέρα ανυπομονούσε όλο και περισσότερο να βγει, να δει τον κόσμο.
Αχ και να ‘ξερε πόσο σκληρός είναι ο κόσμος! Και απρόσμενος. Μπορεί να σου
δώσει ό,τι ζητήσεις απλόχερα ή να στα πάρει όλα, σαν τυφώνας που στο διάβα του
ισοπεδώνει τα πάντα. Όμως μετά τον τυφώνα ο κόσμος μαζεύει τα απομεινάρια και
συνεχίζει την πορεία του. Σαν να κατάλαβε το αβγουλάκι πως κάποιος το καλούσε
και κουνήθηκε. Ήθελε να ανταποδώσει το χαιρετισμό, να δείξει πως η παρουσία του
μέτραγε. «Συγνώμη», ψιθύρισε πάνω απ’ την κοιλιά της μην ξέροντας σε ποιον να
απευθυνθεί. Ήτανε τόσα πολλά αυτά που ήθελε να της πει, τόσα αυτά που ήθελε να
της δείξει, δεν είχαν ζήσει ακόμη τίποτα. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τον
συγχωρέσει, ούτε αυτός μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του. Πως επέτρεψε να
συμβεί κάτι τέτοιο; Είχε ορκιστεί ότι δεν θα τη στεναχωρούσε ποτέ. Πως λοιπόν
την αφήνει τώρα μόνη της; Και ποιός θα την προστατεύει; Γιατί έπρεπε οπωσδήποτε
να είχε κάποιον δίπλα της, ήταν απ’ τους ανθρώπους που δεν μπορούσες να τους
αφήσεις. Μάταια προσπαθούσε να βρει τα σωστά λόγια για να την πείσει πως όλα θα
πάνε καλά, να της πει να είναι δυνατή και για τις δυο τους. Γιατί αυτό τον
πλήγωνε περισσότερο. Το γεγονός ότι πρόδιδε και τις δύο. Σήκωσε και κοίταξε για
μια τελευταία φορά το πρόσωπό της. Ίσα – ίσα που άκουγε την ανάσα της ανάμεσα
στους λυγμούς της. Για μια στιγμή το μόνο που ακουγόταν ήταν οι παλμοί που
χόρευαν στο μηχάνημα, σαν μελωδία που ολοένα και ξεθύμανε, υπενθυμίζοντας ότι ο
χρόνος λιγόστευε, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και ο αποχαιρετισμός πονάει
πολύ..
«Ακόμη και αν δεν είμαι εδώ να σε προσέχω, να σε
φροντίζω, θέλω να ξέρεις ότι θα σε σκέφτομαι συνέχεια, χωρίς διακοπές και θα σ’
αγαπάω για πάντα ζωή μου..» Όχι, όχι μη κλείνεις τα μάτια, μην μ’ αφήνεις
έτσι..Όμως ήταν πια αργά, η μελωδία είχε σταματήσει, το χρονόμετρο είχε
μηδενιστεί.
Και κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα, Φαίδρα, κάπως έτσι
γνώρισες για πρώτη και τελευταία φορά τον πατέρα σου. Κάπως έτσι τον άφησα και
γω, χωρίς να τον έχω ξεχάσει ακόμη και τώρα, μετά από τόσο καιρό, για μένα
είναι η μια και μοναδική μου αγάπη. Ίσως κάποια στιγμή να πίστεψα ότι δεν ήτανε
γραφτό να είμαστε μαζί, κάποια στιγμή μετά όμως κουνούσα γρήγορα το κεφάλι μου
και έδιωχνα τέτοιες σκέψεις. Δεν μετάνιωσα για τίποτα και τον συγχώρεσα, μάλλον
γιατί ήξερα ότι δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του, μάλλον γιατί τον ήξερα πολύ
καλά. Ποτέ δεν έπαψε να είναι μαζί μου, γιατί η πίστη στους ανθρώπους δεν
πεθαίνει ποτέ και η μνήμη τους κρατάει πάντα άφθαρτους, αναλλοίωτους στο χρόνο.
Και μόνο δύο λέξεις αντηχούν ακόμη στα αφτιά μου, δύο λέξεις που σφράγισαν
εκείνες τις τελευταίες ανάσες, για πάντα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου