22 Ιουν 2014

Άσπρισε τον κόσμο (2ος Διαγωνισμός Ελεύθερης Γραφής)


3η Συμμετοχή από την Κωνσταντίνα Δασκαλάκη


Μια φορά και έναν καιρό ένα χειμωνιάτικο πρωινό, ένα μικρό περίεργο τζιτζικάκι περπατούσε αμέριμνο σε ένα τεράστιο λιβάδι. Εκεί βρήκε ένα μεγάλο πράσινο δέντρο και έκατσε από κάτω για να πάρει έναν υπνάκο. Είχε δει ένα υπέροχο όνειρο εκείνη την ημέρα, ότι όλα είχαν ασπρίσει και ζούσε σε έναν κόσμο χωρίς κακία και απληστία, γεμάτο ελπίδα και κυρίως αγάπη.



Ξαφνικά ξύπνησε το μικρό μας τζιτζικάκι και άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του και εκεί που περίμενε να δει το λιβάδι και το δέντρο σε πράσινο χρώμα, ήταν σε άσπρο. Το τζιτζίκι έμεινε έκπληκτο. Αφού τσιμπήθηκε κάμποσες φορές για να είναι σίγουρο ότι αυτό που έβλεπε ήταν η πραγματικότητα, σηκώθηκε και άρχισε όλο χαμόγελο να τραγουδάει και να κάνει βόλτα στο απέραντο λευκό.


Την μια τραγουδούσε το "όνειρο ήτανε" ενός γλυκόφωνου αηδονιού ονόματι Αλκίνοου, την άλλη τραγουδούσε το "όνειρα τρελά" ενός άλλου αηδονιού, του Σάκη. Γενικώς δεν σταμάτησε να τραγουδάει και να χαμογελάει. Ήξερε ότι όλα είχαν αλλάξει. Ήξερε ότι πλέον ζει στον κόσμο όπου ονειρευόταν.

Πήγαινε από εδώ, πήγαινε από εκεί. Συνέχιζε να περπατάει για ώρες. Πόσο του άρεσε αυτό το άσπρο. Μα του άρεσε πιο πολύ αυτό που συμβόλιζε, έναν κόσμο γεμάτο αγάπη και ευτυχία. Και έτσι γινόταν και αυτό ευτυχισμένο.

Γνώρισε κόσμο πολύ εκείνη την ημέρα. Κόσμο ντόπιο, κόσμο ξένο. Ακόμα και κάτι εργατικά μυρμήγκια γνώρισε παρόλο που ήξερε ότι δεν τα πάει καλά η τζιτζικοχώρα με την μυρμηγκοχώρα λόγω κάτι μνημονίων. Το σημαντικό είναι όμως ότι φερόταν καλά σε όλους, είτε ξένους, είτε γνωστούς  μοιραζόταν αγάπη μαζί τους, έκανε φιλίες.

Η χαρά του εκείνη την ημέρα δεν περιγράφεται. Έκανε πάλι μια μεγάλη βόλτα και γύρισε στο αγαπημένο του δεντράκι και κοιμήθηκε για λίγο. Αυτήν την φορά δεν ονειρεύτηκε. Δεν χρειαζόταν να ονειρευτεί. Όλα του τα όνειρα είχαν εκπληρωθεί.

Μετά από λίγες ώρες ύπνου, άνοιξε και πάλι τα μάτια του όλο ανυπομονησία για να δει τον πανέμορφο άσπρο του κόσμο, μα πλέον τίποτα δεν ήταν άσπρο. Όλα είχαν πάρει το παλιό τους χρώμα. Αυτό που είχε μείνει ήταν νερό και υγρασία. Τότε κατάλαβε ότι δεν υπήρχε λευκός υπέροχος κόσμος, μα πως υπήρχε απλά χιονισμένος συνηθισμένος κόσμος που απλά έλιωσε το χιόνι που τον έκανε άσπρο.

Το καημένο μας τζιτζικάκι στενοχωρήθηκε πολύ. Πίστευε πως δεν είχε πλέον καμία ελπίδα για έναν τέλειο κόσμο και πως όλα είχαν χαθεί. Αφού δεν είχε όρεξη ούτε να πάει βόλτα. Και έτσι έκατσε κάτω από το δεντρό. Έκλεινε τα μάτια του και μετά από λίγο τα άνοιγε μην τυχόν και όλα γινόντουσαν όπως πριν, μα μάταια.

Είχε απελπιστεί τελείως το τζιτζικάκι. Το μόνο που χρειαζόταν εκείνη την στιγμή ήταν ένας φίλος να του μιλήσει για αυτό που του συνέβη. Μα δεν είχε όρεξη να πάει να μιλήσει και πάλι στους ξένους ή στα μυρμήγκια ή ακόμα και στους γνωστούς για το πρόβλημα του και έτσι έκατσε μόνος του και περίμενε μήπως έρθει κάποιος φίλος, μα κυρίως περίμενε όλα να ασπρίσουν ξανά.

Εκείνη την στιγμή το δέντρο άρχισε να μιλάει. Του είπε " αν κάθεσαι απλά με σταυρωμένα τα χέρια ούτε φίλους πρόκειται να συναντήσεις, μα ούτε και πρόκειται να ξαναγίνει ο κόσμος σου άσπρος. Δεν χρειάζεται να είναι όλα λευκά για να ελπίζεις, να χαμογελάς, να αγαπάς. Καν' το γιατί κάνοντας το αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα. Η ψυχή σου θα γεμίζει χαρά και μαζί με εσένα θα χαίρονται και οι υπόλοιποι. Μην περιμένεις λοιπόν ο κόσμος σου να γίνει από μόνος του άσπρος, άσπρισε τον εσύ". 

Ο μικρός μας τζίτζικας άκουσε καλά τα λόγια του σοφού δέντρου και δεν σταμάτησε από τότε ποτέ να χαμογελά, να ελπίζει και να αγαπά. Έκανε φιλίες με τα μυρμήγκια, πήγαινε συνέχεια βόλτες και δεν έπαψε ποτέ του να τραγουδά. Έτσι άσπρισε τον κόσμο του. Εσύ πως θα ασπρίσεις τον δικό σου;



Κωνσταντίνα Δασκαλάκη



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου