26 Ιουν 2013

ΜΕΡΕΣ ΟΛΟ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΧΟΟΥ (του Νεοκλή Μαντά)



Από τον Νεοκλή Μαντά 

Ο Όμηρος καθόταν στο μπαλκόνι του παρέα με ένα τσιγάρο. Λίγο μετά την ώρα που συνήθως χαράζει. Σήμερα όμως, ο Ήλιος καθυστέρησε στο ραντεβού του και η Αθηναϊκή Γη έμεινε σκοτεινή μέσα στο πρωί. Οι στύλοι των δρόμων έσβησαν και το μόνο τεχνητό φως που έσπαγε την πίσσα ήταν τα οχήματα του Δήμου και κάποια διαμερίσματα των οποίων οι ένοικοι είχαν μόλις σηκωθεί -ή δεν είχαν κοιμηθεί καθόλου.

Το είχε ακούσει στις ειδήσεις, το είχε διαβάσει στο διαδίκτυο και το είχαν γράψει κάποιοι ηλεκτρονικοί του φίλοι στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης: «Είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή ο Ήλιος να πάψει να υπάρχει». Δεν του είχε δώσει την πρέπουσα σημασία τότε. Δεν πίστευε πως θα το ζούσε ο ίδιος. Ίσως τα παιδιά του ή τα παιδιά των παιδιών του. Αυτή η μέρα τελικά ήρθε και οι ειδήσεις, το διαδίκτυο και τα φιλικά cyborgs τηρούσαν σιγή Iχθύος.

Ένιωθε λίγο ενοχλημένος από τον εγωισμό του Ήλιου. Το συναίσθημα που νιώθεις όταν το κορίτσι σου λέει πως χρειάζεται λίγο χρόνο για να δει αν θα συνεχίσει να σε αγαπάει -με τον Ήλιο στον αβανταδόρικο ρόλο του κοριτσιού. Μόνο που η απόφασή του θα επηρέαζε όλη την υφήλιο. «Πολλές φορές απλά δεν μπορείς να κάνεις αυτά που θες κυρία μου! Δεν μπορείς να το παίζεις ανεξάρτητη όταν έχεις εξαρτήσει τόσους πολλούς!» σκέφτηκε με ύφος τραγικού ήρωα και με μια πεποίθηση ότι κάπου μπορεί να εισακουσθεί.


Στις εννιά, άρχισαν να βγαίνουν δειλά-δειλά οι πρώτοι τολμηροί κρατώντας φακούς. Οι άνθρωποι που θα απολάμβαναν μια αναγνωριστική βόλτα σε μια πρωινή Αθήνα βουτηγμένη στο έρεβος. Θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα βραδινός περίπατος, αλλά το μυαλό είχε αποφανθεί: «Τώρα είναι πρωί!».

Ο Όμηρος αποφάσισε να αποσυρθεί στο γραφείο του και να πλοηγηθεί στον παγκόσμιο ιστό. Ίσως στο άλλο ημισφαίριο, να γεύονται ακόμα την τελευταία μέρα. Αλλά τί να το κάνεις; Και να ναύλωνε αεροπλάνο, μέχρι να έφτανε στον προορισμό του ο Ήλιος θα έσβηνε. Τελικά, έβαλε να ακούσει λίγη μουσική από γνωστή διαδικτυακή σελίδα αναπαραγωγής βίντεο. Ίσως να έδινε άλλη μια μαχαιριά στη Μούσα, αλλά όταν υπάρχουν εκατομμύρια συνεργών, ο φόνος μετατρέπεται σε επανάσταση. Ναι. Ίσως ήταν ένας new-age επαναστάτης. Όταν θα τον κούραζε η αυτοσχέδια επανάστασή του, θα έπιανε το βιβλίο της Σχολής.


Η Ελένη ανηφόριζε τον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου κρατώντας τη δικηγορική της τσάντα. Μια τσάντα φτιαγμένη από απομίμηση δέρματος, κλασσική για μια ασκούμενη δικηγόρο που πασχίζει να αφομοιωθεί γρήγορα στο σινάφι της. Ήταν τόσο βαριά, που κάθε πρωί -και ενώ την έλουζε το φως- νόμιζε πως κουβαλάει ένα σταυρό στο Γολγοθά του Τζεφιρέλι. Σήμερα, ευτυχώς το φως δεν έκανε την ανάβασή της τόσο αντίξοη. Λίγο το χέρι της είχε κουραστεί από το φακό.
Φτάνοντας στο Θησείο, παρασύρθηκε από τη συνήθεια να κοιτάζει τον Παρθενώνα και να παίρνει κουράγιο για την μέρα που είχε μπροστά της. Μάταια. Ο μαρμάρινος ναός ήταν αφώτιστος (στα χαρτιά ήταν πρωί, συνεπώς δεν υπήρχε περιθώριο για σπατάλες φωτισμού σε καιρό κρίσης) και το πλάνο ήταν σκούρο. Άλλωστε, δεν υπήρχε και μέρα μπροστά της… Δεν είχε καταλάβει ποτέ γιατί πάντα σε εκείνο το σημείο γυρνούσε στα αρχαία, ενώ σε όλη τη διαδρομή τη συντρόφευαν.

Ένιωσε το γλυκό και αβάσταχτα ελαφρύ πόνο μιας μικρά σημαντικής απώλειας. Σαν εκείνο το παλιό τραγούδι που μιλά για το θάνατο ενός καναρινιού. Σαν τον πόνο του σαρωμένου δοντιού από ουλίτιδα. Σαν το θάνατο μιας συμπαθούς  τηλε-περσόνας ή ακόμα καλύτερα το θάνατο του καλοκάγαθου γείτονα που πάντα σου έλεγε «Καλημέρα!». Θέλησε να κλάψει για την απρόσμενη αλλαγή στην ζωή της, αλλά οπλίστηκε με θάρρος στη σκέψη πως για όλα φταίει ο εύθραυστος ωροσκόπος της. «Ο παγανισμός θα πρέπει να διώκεται τον 21ο αιώνα» είχε πει ένας φίλος της, αλλά ακόμα τον ψάχνει για να της το δικαιολογήσει. Της το είχε πει σε ένα καφέ, μα έπρεπε να φύγει βιαστικά για το γραφείο. Δουλειά. Τους έφαγε τα καλώδια επικοινωνίας σα δάκος.

Στις έντεκα, ο καφές στο γραφείο της πάγωνε και η Ελένη νευρίαζε. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν πιο φρόνιμο να πίνει βιολογικό τσάι ή χαμομήλι τέτοιες ώρες. Οκ, θα πάγωναν και αυτά, αλλά δε θα τσαταλιάζονταν τόσο η ίδια. Μετά θεώρησε πως η δουλειά την κάνει νευρική και συνέχισε τον καφέ. Τη δουλειά δεν μπορούσε να την κόψει. Σήμερα είχε απεργία το Εφετείο, οπότε γλίτωσε τουλάχιστον την ορθοστασία. Τέτοιες μικρο-ανατροπές της εργασιακής ρουτίνας την κρατούσαν ακόμα εκεί.    

Εν μέσω δικογράφων, η Ελένη άνοιξε την προσωπική της σελίδα στο γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης και προσπάθησε να στύψει το μυαλό της για ένα χυμό δυναμικού status. Έπρεπε να γράψει τη φράση που θα έδειχνε πως είναι παραδομένη στη δίνη μιας καθημερινότητας που λάτρευε. Δύσκολα τα ηλεκτρονικά ψέματα. Μετά σκέφτηκε να γράψει ένα σχόλιο για την κρίση. Τελικά, αρκέστηκε σε μερικά likes με άγνωστο απώτερο σκοπό.  
   

Γύρω στις πέντε το απόγευμα –μα πάντα νύχτα- ο Όμηρος αποφάσισε να περπατήσει προς την πλατεία Συντάγματος. Είχε κουραστεί από το internet και το ξεφύλλισμα των πανεπιστημιακών εκδόσεων. Σκέφτηκε πως μια βόλτα στο πρότερο κέντρο των εξελίξεων θα του ήταν ανανεωτική. Είχαν περάσει χρόνια από τις τελευταίες συμπλοκές έξω από τη Βουλή. Δεν ήταν εκεί, μα του είχε εντυπωθεί στο μυαλό μια φωτογραφία που είχε διοχετευθεί στα ΜΜΕ.

Μια κοπέλα, ένα πράσινο μαντήλι στο πρόσωπο, ένα ζευγάρι μάτια υγρής μαύρης απόχρωσης, πολλά κατσαρά καστανά μαλλιά κάτω από μια κουκούλα, ένα ροζ μοντγκόμερι, μια στάση σώματος σφυροβόλου και ένα χέρι που εκσφενδόνιζε κόκκινα τριαντάφυλλα. Στο φόντο ένας χαμός: ξύλα, πέτρες, φωτιά, ασπίδες, κράνη. Την είχαν ονομάσει Αντιγόνη και την έκαναν μασκότ της αντίδρασης. Σε όλα τα δελτία ειδήσεων, οι εξελίξεις για την Ελλάδα είχαν τη φιγούρα της. Πολλά προφίλ χρηστών στο διαδίκτυο είχαν την εικόνα της. Μπλούζες, πορτοφόλια, τσάντες, κασετίνες, εσώρουχα φέραν τη ματιά της.

Ώσπου σε κάποια διαμαρτυρία, κάπου έξω από το Ζάππειο κυκλοφόρησε μια νέα της φωτογραφία. Το πράσινο μαντήλι στο πρόσωπό της είχε γίνει κόκκινο, τα μάτια της δεν διακρίνονταν, τα μαλλιά ήταν πλέον ξεριζωμένα χωρίς κουκούλα, το ροζ μοντγκόμερι είχε ξεκουμπωθεί και γαριάσει, το σώμα της ήταν σωριασμένο στο πεζοδρόμιο, μα στο χέρι πάντα κόκκινα τριαντάφυλλα. Στο φόντο ένας καιόμενος κήπος. Τις επόμενες μέρες είπαν πως δεν υπήρξε ποτέ και πως ένας φωτογράφος είχε στήσει όλο το σκηνικό. Υπήρχαν μαρτυρίες πως κάποιοι την είχαν όντως δει, αλλά πέρασαν στη σφαίρα της blogόσφαιρας και των συνωμοσιολογικών ιστοτόπων. Η σκέψη του σταμάτησε όταν ένα μήνυμα στο κινητό του δήλωσε την εμφάνισή του. Ήταν στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος. 
   

Γύρω στις πέντε και η Ελένη αποφάσισε να περπατήσει προς την πλατεία Συντάγματος. Από εκεί θα έπαιρνε το τρόλεϊ για το σπίτι της ή έστω την τρύπα των 25 τετραγωνικών που αποκαλούσε σπίτι της. Πήρε τη μουσαντένια δερμάτινη τσάντα της και με περίσσιο ύφος άρχισε να κατεβαίνει τη Βασιλίσσης Σοφίας. Λίγο πριν φτάσει στη γνωστή αλυσίδα ταχυφαγείας με προσφορά-σοκ στα χάμπουργκερ, στάθηκε και έριξε μια ματιά στη Βουλή των Ελλήνων. Είχε περάσει καιρός από τότε που οι διεργασίες του κοινοβουλίου είχαν μετακομίσει σε υπόγειες στοές, κάπου στην Πεντέλη. Τώρα το κτήριο-σήμα κατατεθέν της Ελληνικής Δημοκρατίας ρήμαζε. Το καυσαέριο του είχε χαρακώσει τη μόστρα και τα παράθυρά του σάπιζαν. Το φυλάκιο του τσολιά είχε αραχνιάσει και οι κοτσουλιές των περιστεριών κάλυπταν το αλλοτινό άρωμα μαρμάρου. Κόκκινα και μαύρα συνθήματα τόνιζαν τα άγρια χαρακτηριστικά της γηραιής πλέον μαντάμ Democracy, ενώ την τοιχογραφία του Αγνώστου Στρατιώτη κοσμούσε η φωσφορούχα φράση: «βασανίζομαι».

Ξαπόστασε σε ένα παγκάκι της «πλατείας των –καθυστερημένων- αλλαγών» παρέα με το χάμπουργκέρ της. Κοιτούσε τους περαστικούς και προσπαθούσε να βρει κάποιον δυστυχισμένο, τους ευτυχισμένους τους είχε ξεχάσει ή μάλλον είχε πεισθεί πως δεν υπάρχουν. Όλα τα πρόσωπα που είδε μπορούσαν να ζωγραφιστούν με ένα emoticon: K. Μόνο κάποιοι αλλοδαποί χαμογελούσαν από ευγένεια και πωλούσαν τα γνωστά και μη εξαιρετέα πτητικά gadgets που φωτίζουν την ορμητική πορεία τους στον ουρανό, αλλά και την ξέφρενη πτώση τους στα ίδια τα χέρια που τα εκτόξευσαν. «Λες η επιστροφή των παιχνιδιών να παραλληλίζονταν στο μυαλό τους με την επάνοδό τους στην πατρίδα;» αναλογίστηκε. Η σκέψη της σταμάτησε όταν ένα μήνυμα στο κινητό της δήλωσε την εμφάνισή του. Ήταν στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος. 
   

Ο Όμηρος, η Ελένη και χιλιάδες άλλοι που έτυχε να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στο Αθηναϊκό ιστορικό κέντρο και συνέχιζαν να έχουν κινητό τηλέφωνο ανέλαβαν το χρέος να διαδώσουν το νέο. Άρχισαν να φωνάζουν στις πλατείες, να βροντοφωνάζουν στους δρόμους και τα πολυεθνικά franchise καταστήματα, να υποβαστάζουν τους ζητιάνους και τους ναρκομανείς. Έπρεπε όλοι να πάνε σε σημεία όπου η ορατότητα του Παρθενώνα θα ήταν εφικτή. Το μήνυμα που είχαν πάρει ήταν σαφές: «Η Επαναστατική Καλλιτεχνική  Κίνηση θα φωτίσει στις έξι το απόγευμα -ώρα Ελλάδος- το μνημείο της Ακρόπολης. Έπειτα από αυτό τίποτα δε θα είναι το ίδιο.»

Με καθυστέρηση πέντε λεπτών και ενόσω εξακολουθούσαν άνθρωποι να προσεγγίζουν τοποθεσίες με θέα τον αρχαίο βράχο, οι πέτρες φωτίστηκαν. Μέσα στο γνώριμο σκοτάδι της πόλης, μια ομάδα νέων -που βρήκαν χρόνο να οργανωθούν αλλά και να δραπετεύσουν μέσα από τα social media- είχε μπογιατίσει τον Παρθενώνα με διάφορα σχήματα και χρώματα. Τετράγωνα, τρίγωνα, κύκλοι, ρόμβοι, αστέρια, σύμβολα, γράμματα και κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε, μωβ, μαύρο, χρυσό –ποτέ λευκό- ροζ, πορτοκαλί στόλιζαν πλέον τις αλλοτινές μπεζ κολώνες και τα λαβωμένα αετώματα.

Ο Όμηρος έμεινε να κοιτάζει το παράξενο θέαμα αποσβολωμένος. Ίσως να σκέφτηκε: «Πώς φώτισε έτσι η Αθήνα; Πώς έπαψε να είναι η πόλη που πενθεί για τα χαμένα μεγαλεία και άρχισε να γελά τόσο δυνατά σε πείσμα όσων την ήθελαν νεκρή; Πώς η αστυνομία δεν διανοήθηκε ούτε στιγμή να συλλάβει τους νέους; Πώς…;»

Η Ελένη από την άλλη, απέστρεψε έπειτα από λίγα λεπτά το βλέμμα από τα χρώματα και άρχισε να ψάχνει για ακόμα μια φορά τα πρόσωπα των θεατών. Ήταν περίεργο αλλά το πιο πολυφορεμένο emoticon ήταν αυτό: J. Ίσως να σκέφτηκε: «Πόσα χρόνια είχε να δει αυτό το emoticon σε χρήση; Πόσο καιρό θα χρειαζόταν για να ισιωθεί και πάλι αυτή η λατρεμένη καμπύλη; Μήνες, βδομάδες, μέρες, ώρες…;».
   

Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας βρήκε τον Όμηρο να καπνίζει τσιγάρο στο μπαλκόνι του, την Ελένη να κυκλοφορεί πλασάροντας την τσάντα της και τον Ήλιο να έχει αργήσει για μια ακόμη μέρα στο ραντεβού του. Τα ίδια πράγματα συνέχιζαν να τους βασανίζουν, αλλά μια μικρή αχτίδα ετερόφωτης ελπίδας έκανε αραιά και που την εμφάνιση της στις προβολές των σκέψεών τους. Εκείνα τα παρδαλά μάρμαρα… Αφού άλλαξαν αυτά μετά από τόσους αιώνες, θα μπορούσαν να αλλάξει και η κοινωνία, αυτοί… Αρκεί κάποιος να τους μπογιάτιζε…

Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας βρήκε όμως και την Αθήνα με μια νέα Μητρόπολη. Ναι, την βρήκε με ένα πολύχρωμο και έντονο ναό οξειδωμένου μαρμάρου, που στο εσωτερικό του βρέθηκε ο ιδανικός χώρος για να λατρευτεί η Αντιγόνη -που χάθηκε ή λένε πως χάθηκε ή λένε πως υπήρξε- και για να αποκτήσει ο κάθε άπορος, κατατρεγμένος και εθισμένος ένα καταφύγιο. Η κοπέλα με το πράσινο μαντήλι στο πρόσωπο, το ζευγάρι μάτια υγρής μαύρης απόχρωσης, τα πολλά κατσαρά καστανά μαλλιά κάτω από την κουκούλα, το ροζ μοντγκόμερι και τα κόκκινα τριαντάφυλλα θα είχε για παρέα της μια ομάδα από περιθωριακούς τύπους και δε θα ένιωθε την μοναξιά των πρότερων Θεών. Εκείνη την μοναξιά που ένιωθαν οι Θεοί του Ολύμπου, ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι, όταν οι ναοί τους σφραγίζονταν γιατί είχε έρθει το βράδυ. Και ευτυχώς που βρέθηκαν οι περιθωριακοί γιατί στην επικείμενη εποχή του Υδροχόου, οι μέρες προβλέπονταν γεμάτες νύχτα και η Αντιγόνη είχε αποδείξει πως φοβάται τα σκοτάδια…  










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου