19 Ιουν 2013

ALAIN GRESH: ΑΠΟ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΣΤΟ ΜΑΛΙ - ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΤΗΚΑΝ

Από τον Γιάννη Πλάκα (Διαγωνισμός - 5η Συμμετοχή)

         

        Για μια ακόμη φορά φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα πολιτικό consensus γύρω από τη γαλλική στρατιωτική επέμβαση στο Μαλί. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως και η Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα και το Εθνικό Μέτωπο στηρίζουν την πρωτοβουλία του Προέδρου. Πολιτικές αντιρρήσεις για την επέμβαση εκφράστηκαν μόνο από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το Κόμμα της Αριστεράς. Ο πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν εξέφρασε επίσης την ανησυχία του από το βήμα της εφημερίδας Journal du dimanche[1]:  
«Δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε από την μανιχαϊστική λογική  του πόλεμου ως αυτοσκοπού. Η ομοφωνία για εμπλοκή σε πόλεμο, η προφανής βιασύνη, τα μονότονα πλέον επιχειρήματα για τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας με ανησυχούν. Αυτή δεν είναι η Γαλλία. Ας πάρουμε μαθήματα από τους χαμένους πολέμους τα δέκα τελευταία χρόνια σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη. Ποτέ αυτοί οι πόλεμοι δεν δημιούργησαν ένα σταθερό και δημοκρατικό κράτος. Αντίθετα ευνόησαν τις τάσεις απόσχισης, τα αποτυχημένα κράτη, τον ανελέητο νόμο των κάθε είδους πολιτοφυλακών. Ποτέ αυτοί οι πόλεμοι δεν επέτρεψαν να φτάσουμε στο στόχο των τρομοκρατών που εξαπλώνονται στην περιοχή. Αντίθετα ενίσχυσαν και νομιμοποίησαν τα ποιο ριζοσπαστικά στοιχεία.»
        Κατά ειρωνεία της τύχης η συγκεκριμένη επέμβαση ξεκίνησε τη στιγμή που η Γαλλία αποσύρθηκε από το Αφγανιστάν, με τον πρόεδρο Καρζάϊ να βρίσκεται στην Ουάσιγκτον γα να συζητήσει τη συνολική απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων. Η απόσυρση αυτή οφείλεται στη επιτυχία των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων; Με άλλα λόγια αποστολή εξετελέσθη;    
 Τίποτα δεν είναι τόσο αβέβαιο.
       Η εξουσία που εγκαταστάθηκε στη Καμπούλ με τη βοήθεια των ξένων στρατευμάτων διευθύνεται από τον Καρζάϊ, ο οποίος θα πρέπει να θυμίσουμε ότι κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009 χάρη σε μαζική νοθεία των αποτελεσμάτων. Η δε νομιμοποίηση του δεν ξεπερνά τα στενά όρια της φυλής του και των έμπιστων συμβούλων του, ανθρώπων βαθειά διεφθαρμένων. Στις δικές τους τσέπες εξαφανίστηκαν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια της διεθνής βοήθειας.  Παράλληλα, ένα άλλο μεγάλο μέρος αυτής της διεθνούς βοήθειας «επέστρεψε» στις δωρήτριες χώρες, όπως επισήμανε η Oxfam-France: «Η διεθνής βοήθεια στο Αφγανιστάν είναι σχετικά μεγάλη σε μέγεθος, όμως παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική: γύρω στο 40% των ποσών που δόθηκαν από το 2001 έχουν ξαναγυρίσει στις δωρήτριες χώρες μέσω κερδών ή αμοιβών.  Ποιο σημαντικό όμως είναι  ότι ένα μεγάλο μέρος της βοήθειας αυτής δεν φτάνει στους ποιο φτωχούς Αφγανούς»
       Όσο αφορά την κοινωνική κατάσταση, οι συνθήκες παραμένουν τραγικές, στιγματισμένες από ένα πόλεμο που δεν τελείωσε ακόμα. Σύμφωνα με την Oxfam και πάλι: «Αν καταγράφηκε κάποια πρόοδος στα  θέματα της υγείας και της παιδείας στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση των Ταλιμπάν, οι προκλήσεις που υφίστανται ακόμα στους τομείς αυτούς είναι τεράστιες: αυτή τη περίοδο ένα στα πέντε παιδιά σκοτώνεται πριν συμπληρώσει τα πέντε έτη, μια στις οχτώ γυναίκες πεθαίνουν από επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ δυο εκατομμύρια παιδιά, τα δυο τρίτα των οποίων κορίτσια, δεν πηγαίνουν σχολείο. Υπολογίζεται ότι ο μισός σχεδόν αφγανικός πληθυσμός ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, την ίδια στιγμή που πάνω από τα μισά παιδιά υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό».
       Ποιος λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο πόλεμος φέρνει την βελτίωση της διαβίωσης των πληθυσμών;
        Το ποιο παράδοξο είναι ότι η μόνη πρόοδος που έχει συντελεστεί και έχει να κάνει με την αύξηση του αριθμού των κοριτσιών που παρακολουθούν το σχολείο βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο: μετά την αποχώρηση των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων η μόνη περίπτωση που υπάρχει ώστε η κυβέρνηση Καρζάϊ να μην καταρρεύσει είναι να έλθει σε κάποιο είδος συμβιβασμό με τους Ταλιμπάν. Και όπως παρατηρούν οι υπεύθυνοι του Oxfam είναι οι γυναίκες που κινδυνεύουν να αποτελέσουν τα θύματα αυτής της συμφιλίωσης. Όπως και να έχει, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η απελευθέρωση των γυναικών θα επιβληθεί από τις ξιφολόγχες των ξένων στρατευμάτων. Με τον ίδιο τρόπο η αποικιοκρατία επίσης διατείνονταν ότι θα «απελευθέρωνε» τις μουσουλμάνες γυναίκες.
        Αλλά οι επεμβάσεις στο Αφγανιστάν (και στη συνέχεια στο Ιράκ) είχαν επίσης και άλλες συνέπειες, περιφερειακές και διεθνείς, το κόστος των οποίων πληρώνουν ακόμα.  Ο πόλεμος εξαπλώθηκε στο Πακιστάν, ενισχύοντας τους τοπικούς Ταλιμπάν σε βάρος μιας εξασθενημένης κεντρικής εξουσίας. Η δε μαζική χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την κυβέρνηση Ομπάμα για να εξαλείψει τους «τρομοκράτες» έφερε πολλά θύματα παράπλευρων απωλειών και εξέθρεψε το αντιδυτικό μίσος.
        Αυτές οι στρατιωτικές αποστολές που εξαπολύθηκαν στο όνομα ενός πολέμου δίχως τέλος εναντίον της τρομοκρατίας είχαν ως παράδοξη συνέπεια την ενίσχυση των οργανώσεων που η Δύση διαβεβαίωνε πως ήθελε να καταστρέψει. Δημιούργησαν «εστίες αντίστασης σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Πακιστάν έως το Σαχέλ, περνώντας μέσα από το Ιράκ και τη Σομαλία, ενώ οι εστίες αυτές συνδέονται μεταξύ τους με διόδους  από όπου κυκλοφορούν μαχητές, ιδέες, τεχνικές της μάχης και όπλα όλων όσων ήθελαν να πολεμήσουν ενάντια στους καινούριους σταυροφόρους». Οι ιρακινοί μαχητές συγκροτήθηκαν στο Αφγανιστάν, ενώ αυτοί των χωρών του Μάγκρεμπ απέκτησαν στο Ιράκ μια αδιαμφισβήτητη στρατιωτική ικανότητα. Ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας διευκόλυνε την ενοποίηση ομάδων αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους κάτω από τη σημαία της Αλ Κάιντα. Και χωρίς αμφιβολία, η Αλ Κάιντα του Ισλαμικού Μάγκρεμπ δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ αυτές τις διαστάσεις χωρίς την επέμβαση στο Αφγανιστάν. Και επίσης ας ξαναθυμηθούμε ότι η επέμβαση στη Λιβύη «ελευθέρωσε» ένα πολύ σημαντικό στρατιωτικό οπλοστάσιο και πολυάριθμους μαχητές στρατολογημένους (και ελεγχόμενους) από τον Καντάφι. Πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πολλοί μουσουλμάνοι είδαν σε αυτές τις επεμβάσεις μια νέα σταυροφορία κόντρα στο Ισλάμ; Όλες, από το 2001, έλαβαν χώρα σε μουσουλμανικές χώρες (Αφγανιστάν, Ιράκ, Σομαλία, Λίβανος, Μαλί) χωρίς να ξεχνάμε βέβαια τους πολέμους στη Γάζα. Όλα αυτά σε μια περίοδο που η ισλαμοφοβία έχει αρχίσει να εξαπλώνεται επικίνδυνα στις δυτικές χώρες.      
       Πόσες φορές έχουμε ακούσει ότι δεν υπήρχε επιλογή, ότι «εμείς» υπερασπιζόμασταν στο Αφγανιστάν την ασφάλεια της Δύσης: αν εμείς ηττόμασταν εκεί κάτω, οι μάχες θα μετακινούνταν αύριο στα δικά μας περίχωρα. Και παρόλα αυτά φεύγουμε από το Αφγανιστάν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, χωρίς να έχουμε σταθεροποιήσει την κατάσταση, χωρίς καν να μιλάμε για δημοκρατία. Και κανένας απολύτως δεν ισχυρίζεται ότι οι συνέπειες για την Ευρώπη είναι καταστροφικές. Πρέπει να σημειώσουμε αντίθετα, ότι κάθε μια από αυτές τις αποικιακές αποστολές καταλήγει σε περισσότερη ανασφάλεια, περισσότερους ελέγχους, περισσότερη παρακολούθηση και τελικά μια επίθεση στις αρχές της ελευθερίας.
        Εντούτοις, είναι η ίδια συλλογιστική η οποία χρησιμοποιείται για το Μαλί: η αποφυγή της εγκαθίδρυσης στα σύνορα μας ενός καταφυγίου για τους τρομοκράτες όπως το Σαλεχιστάν. Και η πρώτη απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης μετά την εμπλοκή στο Μαλί ήταν η ενίσχυση του σχεδίου Vigipirate[2]. Δεν ήξεραν άραγε οι κυβερνώντες μας ότι τέτοιου είδους επεμβάσεις εκτρέφουν την τρομοκρατία, ότι έτσι δεν αποδυναμώνεται;
       Δώδεκα χρόνια πριν, η  δυτική επέμβαση στο Αφγανιστάν αποδείχθηκε ένα φιάσκο. Αυτή στο Ιράκ οδήγησε στην διαρκή αποσταθεροποίηση τα χώρας (και σε μια εγκατάσταση εκεί ομάδων της Αλ Κάιντα που δεν υπήρχαν πριν το 2003). Δώδεκα χρόνια μετά, ποιον απολογισμό σχεδιάζει η επέμβαση στο Μαλί;   
  
           


[1] http://www.lejdd.fr/International/Afrique/Actualite/Villepin-Non-la-guerre-ce-n-est-pas-la-France-585627
[2] Πρόκειται για το σχέδιο εθνικής ασφαλείας της Γαλλίας. Μετά την εμπλοκή των γαλλικών στρατευμάτων στο Μαλί το σχέδιο αυτό ενισχύθηκε, δίνοντας στις αρχές ασφαλείας εκτεταμένες αρμοδιότητες που καταστρατηγούν τα ατομικά δικαιώματα. Βλ την σελ της Wikipedia http://fr.wikipedia.org/wiki/Plan_Vigipirate  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου